δικεῖν: Difference between revisions

From LSJ

εἰ μὴ μάλα γέ τινες ὀλίγοι ὧν ἐγὼ ἐντετύχηκα → apart from a very few whom I've met

Source
(Bailly1_2)
(big3_11)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=v. [[δίκω]].
|btext=v. [[δίκω]].
}}
{{DGE
|dgtxt=(δῐκεῖν)<br /><b class="num">• Morfología:</b> [sólo aor. rad., ind. sin aum. 3<sup>a</sup> sg. δίκε E.<i>Ph</i>.641, inf. δίκειν Corn.<i>ND</i> 34]<br /><b class="num">1</b> [[lanzar]], [[arrojar]], [[tirar]] objetos μᾶκος ... ἔδικε ... ὑπὲρ ἁπάντων (πέτρον) lanzó (el disco de piedra) una distancia superior a la de todos</i> Pi.<i>O</i>.10.72, δικοῦσα τεῦχος arrojando el vaso</i> A.<i>Ch</i>.99, cf. E.<i>Ph</i>.1417, 1490, ἐς βαθυσπόρους γύας ... ὀδόντας de la siembra de los dientes del dragón, E.<i>Ph</i>.668, del cuerpo o partes del mismo δικὼν ... σῶμα πατρὸς ἐς δόμους lanzando tu cuerpo a la casa de tu padre</i>, e.d., tirándote al mar, por ser Teseo hijo de Posidón, B.17.63, Μυρτίλου φόνον δικὼν ἐς οἶδμα πόντου E.<i>Or</i>.991, δίκετε πεδόσε τρομερὰ σώματα E.<i>Ba</i>.600, cf. <i>Ph</i>.641, κίρκος θρασὺς πήδημα λαιψηρόν δικών Lyc.531, χεῖρ' ἐς οὐρανὸν δικών E.<i>HF</i> 498, ἐς κόμας δὲ δακτύλους δικών E.<i>Or</i>.1469, δίκειν γὰρ τὸ βάλλειν Corn.l.c., cf. Hsch.<br /><b class="num">2</b> c. doble ac. [[golpear]] κρᾶτα φόνιον ὀλεσίθηρος ὠλένας δικὼν βολαῖς golpeando con movimientos del brazo la cabeza asesina del monstruo</i> E.<i>Ph</i>.665.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Prob. emparentado c. [[δείκνυμι]] q.u., c. el sent. originario ‘dirigir’.
}}
}}

Revision as of 11:58, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐκεῖν Medium diacritics: δικεῖν Low diacritics: δικείν Capitals: ΔΙΚΕΙΝ
Transliteration A: dikeîn Transliteration B: dikein Transliteration C: dikein Beta Code: dikei=n

English (LSJ)

inf. of ἔδῐκον, an aor. used by Pi. and Trag. (the pres.

   A δίκει Aristaenet.2.1 is prob. f. l. for δίεπει):—throw, cast, τι Pi.P.9.123, A.Ch.99; πεδόσε σώματα E.Ba.600; χεῖρ' ἐς οὐρανόν Id.HF 498.    2 strike, δ. πέτρῳ Pi.O.10(11).72; κρᾶτα φόνιον . . ὠλένας δικὼν βολαῖς E.Ph.664.

German (Pape)

[Seite 628] s. δικώ.

Greek (Liddell-Scott)

δῐκεῖν: ἀπαρ. τοῦ ἔδῐκον, ἀόρ. ἐν χρήσει παρὰ Πινδ. καὶ Τραγ.· ὁ Ἀρισταίν. 2.1 ἐσχημάτιζεν ἐνεστώτα δίκει· ἀντὶ τοῦ ἀορ. α΄ δίξε ἐν Ἀνθ. Π..15.27, ἔχει γραφῆ ἐκ διορθώσεως ἔκιξε. Ρίπτω, τι Πίνδ. Π.9.218, Αἰσχύλ. Χο. 99 καὶ συχνάκις παρ’ Εὐρ.· πεδόσε σώματα Βάκχ. 599· χεῖρ’ ἐς οὐρανόν Ἡρ. Μαιν. 498· ἴδε ἔν λ. πέσημα. 2) ὡς τὸ βάλλω, κτυπῶ, δ. πέτρῳ Πίνδ. Ο.10 (11).86· κρᾶτα φόνιον… ὠλένας δικὼν βολαῖς Εὐρ. Φοιν. 664. (Πρὸς τὴν √ΔΙΚ πρβλ. Λατ. jac-ĕre· ἐντεῦθεν δίσκος (ὡς λέσχη ἐκ τοῦ λέγω), καὶ ἴσως δίκτυον).

French (Bailly abrégé)

v. δίκω.

Spanish (DGE)

(δῐκεῖν)
• Morfología: [sólo aor. rad., ind. sin aum. 3a sg. δίκε E.Ph.641, inf. δίκειν Corn.ND 34]
1 lanzar, arrojar, tirar objetos μᾶκος ... ἔδικε ... ὑπὲρ ἁπάντων (πέτρον) lanzó (el disco de piedra) una distancia superior a la de todos Pi.O.10.72, δικοῦσα τεῦχος arrojando el vaso A.Ch.99, cf. E.Ph.1417, 1490, ἐς βαθυσπόρους γύας ... ὀδόντας de la siembra de los dientes del dragón, E.Ph.668, del cuerpo o partes del mismo δικὼν ... σῶμα πατρὸς ἐς δόμους lanzando tu cuerpo a la casa de tu padre, e.d., tirándote al mar, por ser Teseo hijo de Posidón, B.17.63, Μυρτίλου φόνον δικὼν ἐς οἶδμα πόντου E.Or.991, δίκετε πεδόσε τρομερὰ σώματα E.Ba.600, cf. Ph.641, κίρκος θρασὺς πήδημα λαιψηρόν δικών Lyc.531, χεῖρ' ἐς οὐρανὸν δικών E.HF 498, ἐς κόμας δὲ δακτύλους δικών E.Or.1469, δίκειν γὰρ τὸ βάλλειν Corn.l.c., cf. Hsch.
2 c. doble ac. golpear κρᾶτα φόνιον ὀλεσίθηρος ὠλένας δικὼν βολαῖς golpeando con movimientos del brazo la cabeza asesina del monstruo E.Ph.665.

• Etimología: Prob. emparentado c. δείκνυμι q.u., c. el sent. originario ‘dirigir’.