ἐνεργής: Difference between revisions
Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably
(Bailly1_2) |
(big3_15) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />agissant, actif, efficace ; <i>en parl. du sol</i> productif;<br /><i>Cp.</i> ἐνεργέστερος.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[ἔργον]]. | |btext=ής, ές :<br />agissant, actif, efficace ; <i>en parl. du sol</i> productif;<br /><i>Cp.</i> ἐνεργέστερος.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[ἔργον]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ές<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [sg. ac. ἐνεργέα Ecphant.<i>Pyth.Hell</i>.82.13]<br /><b class="num">A</b> <b class="num">I</b><b class="num">1</b>[[productivo]] ref. agr. Πεισίστρατος ... τὴν τε χώραν ἐνεργεστέραν καὶ τὴν πόλιν ἠρεμαιοτέραν ἐποίησεν Thphr.<i>Fr</i>.99, γῆ <i>POxy</i>.3205.6 (III/IV d.C.)<br /><b class="num">•</b>fig. ὅπως καὶ τὸ διὰ Ἡσαΐου εἰρημένον καρπὸν ἐνεργῆ ἔχῃ Iust.Phil.<i>Dial</i>.102.5.<br /><b class="num">2</b> [[eficaz]], [[efectivo]] de cosas ἐνεργῆ δέ σοι τὰ βέλη πάντα ἔστω καὶ οἱ κριοὶ ... εἰς τοὺς προσήκοντας τόπους Ph.<i>Mech</i>.98.42, πάσας τὰς μηχανὰς ἐνεργεῖς ποιοῦντες D.S.17.44, cf. 1<i>Ep.Cor</i>.16.9, Plu.2.1010e, τοῦτο τὸ μύρον δὸς ἐνεργὲς γενέσθαι ἐπὶ τῷ βαπτιζομένῳ <i>Const.App</i>.7.44.2, frec. en medic. de fármacos, Anon.Med. en <i>POxy</i>.1088.56, Gal.13.1046, Dsc.5.88.4, Aët.1.193, Orib.13.ψ, <i>Hippiatr.Cant</i>.3.7, δύναμιν ... ἔχει ἐνεργεστάτην ὁ ὀπός Dsc.1.19.4, cf. Thessal.163.5<br /><b class="num">•</b>de abstr. ὁ δὲ συλλογισμὸς ... πρὸς τοὺς ἀντιλογικοὺς ἐνεργέστερον (ἐστι) Arist.<i>Top</i>.105<sup>a</sup>19, κατασκευή Charito 1.4.1, οἱ κύνες τὴν αἴσθησιν τῆς ὀσφρήσεως ἐνεργεστέραν ἔχουσιν Sch.Er.<i>Il</i>.1.50c, cf. <i>Ep.Philem</i>.6, Artem.4.proem., Plot.4.4.8, Iust.Phil.<i>Dial</i>.96.2<br /><b class="num">•</b>en magia ὁρκίζω σε ... ποιῆσαι αὐτὸν (τὸν κατάδεσμον) ἐνεργῆ <i>Suppl.Mag</i>.54.32, cf. <i>PMag</i>.4.2976, 12.202.<br /><b class="num">3</b> [[activo]], [[con capacidad de actuar]] de pers. ὁ πατὴρ ... πότε οὐκ ἦν ἐ. Gr.Nyss.<i>Ar.et Sab</i>.75.11, de los dioses o sus imágenes, Clem.Al.<i>Prot</i>.4.50, τῇ ἐνεργεστάτῃ θεῷ Ἀρτέμιδι <i>SEG</i> 51.1579.21 (Éfeso III d.C.)<br /><b class="num">•</b>de abstr. [[βίος]] Ecphant.l.c., Iust.Phil.<i>Dial</i>.88.8, ἡ ... ἐκ τοῦ ὁρᾶν [[διάθεσις]] ἐνεργεστάτη ἐστίν A.D.<i>Synt</i>.291.9, ἡ πίστις Ath.Al.<i>V.Anton</i>.78.2.<br /><b class="num">4</b> astrol. [[activo]], [[que ejerce un influjo]] οἱ χρόνοι οὗτοι Vett.Val.223.21, cf. 324.1, Heph.Astr.3.5.71.<br /><b class="num">II</b> c. valor de intensidad<br /><b class="num">1</b> [[enérgico]], [[intenso]], [[encarnizado]] ἡ ναυμαχία Plb.16.14.5, cf. 11.23.2, D.S.17.22<br /><b class="num">•</b>de anim. [[que rebosa energía]], [[fogoso]] τὸ ... ζῷον τοῦτο (ὁ τράγος) ... πρὸς τὰς συνουσίας ... ἐνεργέστατον D.S.1.88, ἵπποι Sch.Lyc.523.<br /><b class="num">2</b> ret. [[vívido]], [[lleno de energía]] Demetr.<i>Eloc</i>.266<br /><b class="num">•</b>[[intenso]] ἐνεργέστερα ... τὰ σίνη καὶ τὰ πάθη γενήσεται Vett.Val.106.5, cf. Doroth.361.12.<br /><b class="num">B</b> adv. -ῶς, v. [[ἐνεργός]] B. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:04, 21 August 2017
English (LSJ)
ές, later form of ἐνεργός,
A active, effective, μηχανὰς ἐνεργεῖς ποιοῦντες D.S. 17.44, etc.; of medicines, strong, POxy.1088.56 (i A.D.), Dsc.5.88, etc.: Comp. -έστερος more effective, πρός τινα Arist.Top.105a19: Sup. -έστατος, πρός τι D.S.1.88, cf. Dsc.1.19, A.D.Synt.291.9.
German (Pape)
[Seite 838] ές, wirkend, thatkräftig; ζῶον πρὸς τὴν συνουσίαν ἐνεργέστατον D. Sic. 1, 88; χώρα ἐνεργεστέρα, fruchtbarer, Plut. Sol. 31. Bei Pol. oft mit ἐνεργός verwechselt.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνεργής: -ές, μεταγεν. τύπος τοῦ ἐνεργός, δραστήριος, ἀποτελεσματικός, ἐνεργῆ τὴν ἔφοδον ποιεῖσθαι Πολύβ. 11. 32, 8· μηχαναὶ Διόδ. 17. 44, κτλ. ― Συγκρ. ἐνεργέστερος, ἀποτελεσματικώτερος, πρός τι Ἀριστ. Τοπ. 1. 12. ― Ὑπερθ. -τατος Διόδ. 1. 88. ΙΙ. ἐπὶ χώρας, καρποφόρος, τὴν χώραν ἐνεργεστέραν... ἐποίησεν Πλουτ. Σόλ. 31.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
agissant, actif, efficace ; en parl. du sol productif;
Cp. ἐνεργέστερος.
Étymologie: ἐν, ἔργον.
Spanish (DGE)
-ές
• Morfología: [sg. ac. ἐνεργέα Ecphant.Pyth.Hell.82.13]
A I1productivo ref. agr. Πεισίστρατος ... τὴν τε χώραν ἐνεργεστέραν καὶ τὴν πόλιν ἠρεμαιοτέραν ἐποίησεν Thphr.Fr.99, γῆ POxy.3205.6 (III/IV d.C.)
•fig. ὅπως καὶ τὸ διὰ Ἡσαΐου εἰρημένον καρπὸν ἐνεργῆ ἔχῃ Iust.Phil.Dial.102.5.
2 eficaz, efectivo de cosas ἐνεργῆ δέ σοι τὰ βέλη πάντα ἔστω καὶ οἱ κριοὶ ... εἰς τοὺς προσήκοντας τόπους Ph.Mech.98.42, πάσας τὰς μηχανὰς ἐνεργεῖς ποιοῦντες D.S.17.44, cf. 1Ep.Cor.16.9, Plu.2.1010e, τοῦτο τὸ μύρον δὸς ἐνεργὲς γενέσθαι ἐπὶ τῷ βαπτιζομένῳ Const.App.7.44.2, frec. en medic. de fármacos, Anon.Med. en POxy.1088.56, Gal.13.1046, Dsc.5.88.4, Aët.1.193, Orib.13.ψ, Hippiatr.Cant.3.7, δύναμιν ... ἔχει ἐνεργεστάτην ὁ ὀπός Dsc.1.19.4, cf. Thessal.163.5
•de abstr. ὁ δὲ συλλογισμὸς ... πρὸς τοὺς ἀντιλογικοὺς ἐνεργέστερον (ἐστι) Arist.Top.105a19, κατασκευή Charito 1.4.1, οἱ κύνες τὴν αἴσθησιν τῆς ὀσφρήσεως ἐνεργεστέραν ἔχουσιν Sch.Er.Il.1.50c, cf. Ep.Philem.6, Artem.4.proem., Plot.4.4.8, Iust.Phil.Dial.96.2
•en magia ὁρκίζω σε ... ποιῆσαι αὐτὸν (τὸν κατάδεσμον) ἐνεργῆ Suppl.Mag.54.32, cf. PMag.4.2976, 12.202.
3 activo, con capacidad de actuar de pers. ὁ πατὴρ ... πότε οὐκ ἦν ἐ. Gr.Nyss.Ar.et Sab.75.11, de los dioses o sus imágenes, Clem.Al.Prot.4.50, τῇ ἐνεργεστάτῃ θεῷ Ἀρτέμιδι SEG 51.1579.21 (Éfeso III d.C.)
•de abstr. βίος Ecphant.l.c., Iust.Phil.Dial.88.8, ἡ ... ἐκ τοῦ ὁρᾶν διάθεσις ἐνεργεστάτη ἐστίν A.D.Synt.291.9, ἡ πίστις Ath.Al.V.Anton.78.2.
4 astrol. activo, que ejerce un influjo οἱ χρόνοι οὗτοι Vett.Val.223.21, cf. 324.1, Heph.Astr.3.5.71.
II c. valor de intensidad
1 enérgico, intenso, encarnizado ἡ ναυμαχία Plb.16.14.5, cf. 11.23.2, D.S.17.22
•de anim. que rebosa energía, fogoso τὸ ... ζῷον τοῦτο (ὁ τράγος) ... πρὸς τὰς συνουσίας ... ἐνεργέστατον D.S.1.88, ἵπποι Sch.Lyc.523.
2 ret. vívido, lleno de energía Demetr.Eloc.266
•intenso ἐνεργέστερα ... τὰ σίνη καὶ τὰ πάθη γενήσεται Vett.Val.106.5, cf. Doroth.361.12.
B adv. -ῶς, v. ἐνεργός B.