δύσγνωστος: Difference between revisions
ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → a man who is incapable of entering into partnership, or who is so self-sufficing that he has no need to do so, is no part of a state, so that he must be either a lower animal or a god | whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
(6_16) |
(big3_12) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δύσγνωστος''': -ον, [[δυσνόητος]], Πλάτ. Ἀλκ. 2. 147C. 2) δυσκολογνώριστος, Πολύβ. 3. 78, 4. | |lstext='''δύσγνωστος''': -ον, [[δυσνόητος]], Πλάτ. Ἀλκ. 2. 147C. 2) δυσκολογνώριστος, Πολύβ. 3. 78, 4. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[difícil de entender o comprender]] δεινὰ καὶ δύσγνωστα βουλεύει θεός E.<i>Fr</i>.13aSn., τὸ χρῆμα Pl.<i>Alc</i>.2.147c, τὰ γὰρ οὕτω λεγόμενα Anaximen.<i>Rh</i>.1435<sup>a</sup>38, ἡ ἡμετέρα πραγματεία Plb.3.32.1 (cód.), τοῦτο Gal.6.326, (ἦθος) ἄδηλον καὶ δύσγνωστον Aristid.Quint.80.18, (ἡ Σφίγξ) δύσγνωστα μαντευομένη Socr.Arg.8, cf. Poll.5.150, Phlp.<i>in de An</i>.462.20<br /><b class="num">•</b>c. dat. ἔπη ... δύσγνωστα ... σοφῷ Castorio <i>SHell</i>.310.4, (τὰ μυστήρια) δύσγνωστα ... αὐτοῖς Origenes <i>Io</i>.2.28.174.<br /><b class="num">2</b> [[difícil de reconocer o distinguir]] c. dat. τοῖς ... ἰδοῦσι δ. ἦν Plb.3.78.4, παρασυνθήματα ... δύσγνωστα τοῖς πολεμίοις Aen.Tact.25.2, tb. sin dat. αἱ ... προσηγορίαι I.<i>AI</i> 1.130, de cosas valiosas, Phld.<i>Mus</i>.4.37.6, μυελός Dsc.2.77, ref. al pulso, Gal.9.362, τὰ δὲ περὶ τὸ μέγεθος ... ἐσφαλμένα Gal.1.352, glos. a [[δύσκριτος]] Sch.A.<i>Pr</i>.458D.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[de forma difícil de reconocer]] Nil.M.79.409D. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:26, 21 August 2017
English (LSJ)
ον,
A hard to understand, Pl.Alc.2.147c. 2 hard to recognize, τισί Plb.3.78.4: Sup., Aen. Tact. 25.2.
German (Pape)
[Seite 677] schwer zu erkennen, Plat. Alc. II, 147 c; Pol. 3, 78, 4.
Greek (Liddell-Scott)
δύσγνωστος: -ον, δυσνόητος, Πλάτ. Ἀλκ. 2. 147C. 2) δυσκολογνώριστος, Πολύβ. 3. 78, 4.
Spanish (DGE)
-ον
I 1difícil de entender o comprender δεινὰ καὶ δύσγνωστα βουλεύει θεός E.Fr.13aSn., τὸ χρῆμα Pl.Alc.2.147c, τὰ γὰρ οὕτω λεγόμενα Anaximen.Rh.1435a38, ἡ ἡμετέρα πραγματεία Plb.3.32.1 (cód.), τοῦτο Gal.6.326, (ἦθος) ἄδηλον καὶ δύσγνωστον Aristid.Quint.80.18, (ἡ Σφίγξ) δύσγνωστα μαντευομένη Socr.Arg.8, cf. Poll.5.150, Phlp.in de An.462.20
•c. dat. ἔπη ... δύσγνωστα ... σοφῷ Castorio SHell.310.4, (τὰ μυστήρια) δύσγνωστα ... αὐτοῖς Origenes Io.2.28.174.
2 difícil de reconocer o distinguir c. dat. τοῖς ... ἰδοῦσι δ. ἦν Plb.3.78.4, παρασυνθήματα ... δύσγνωστα τοῖς πολεμίοις Aen.Tact.25.2, tb. sin dat. αἱ ... προσηγορίαι I.AI 1.130, de cosas valiosas, Phld.Mus.4.37.6, μυελός Dsc.2.77, ref. al pulso, Gal.9.362, τὰ δὲ περὶ τὸ μέγεθος ... ἐσφαλμένα Gal.1.352, glos. a δύσκριτος Sch.A.Pr.458D.
II adv. -ως de forma difícil de reconocer Nil.M.79.409D.