περιτρέχω: Difference between revisions

From LSJ

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source
(Autenrieth)
(strοng)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=aor. [[περίδραμον]]: [[run]] up [[from]] [[every]] [[side]], Il. 11.676†.
|auten=aor. [[περίδραμον]]: [[run]] up [[from]] [[every]] [[side]], Il. 11.676†.
}}
{{StrongGR
|strgr=from [[περί]] and [[τρέχω]] (including its alternate); to [[run]] [[around]], i.e. [[traverse]]: [[run]] [[through]].
}}
}}

Revision as of 17:45, 25 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιτρέχω Medium diacritics: περιτρέχω Low diacritics: περιτρέχω Capitals: ΠΕΡΙΤΡΕΧΩ
Transliteration A: peritréchō Transliteration B: peritrechō Transliteration C: peritrecho Beta Code: peritre/xw

English (LSJ)

fut. -

   A θρέξομαι Ar.Ra.193, -δρᾰμοῦμαι Id.V.138 : aor. περιέδρᾰμον Id.Eq.56 ; but inf. -θρέξαι Id.Th.657 : pf. -δεδράμηκα Pl. Clit.41oa, -δέδρομα (v. infr. 11.1b) :—run round and round, τὸ δῶμα π., said by a drunken man, Thgn.505 ; π. τὰ κυνίδια X.Oec.13.8 ; π. δεῦρο Ar.V.138 ; π. εἰς ταὐτόν come round, return to the same point, Pl.Tht.200c, cf. Clit.l.c.    2 run about everywhere, οἱ δὲ πυππάζουσι περιτρέχοντες Cratin.52 ; κύκλῳ π. καὶ βοᾶν Alex.174.1 ; π. ὅπῃ τύχοιμι Pl.Smp.173a, cf. Lys.30.21 : generally, to be in motion, circulate, Plot.6.3.24 ; ἡ περιτρέχουσα ὑγρότης flexibility of movement, of a surgeon operating, Plu.2.67e.    3metaph., to be current, in vogue, ταῦτα περιτρέχοντα πᾶσι προσφέρεσθαι Pl.Tht.202a ; ἡ περιτρέχουσα ἑταιρεία common society, Id.Ep.333e ; ὀνόματα περιτρέχοντα current, D.H.Din.2 ; τέχνη περιτρέχουσα, of Rhetoric, comprehensive art, ars circumcurrens, Quint.Inst.2.21.7.    II c. acc., run round, τὴν λίμνην κύκλῳ Ar.Ra.193; run round searching, τὴν Πύκνα πᾶσαν Id.Th.657 ; run up to from all sides, τὸν δὲ βληθέντα περιέδραμε ὅμιλος Hdt.8.128.    b of things, esp. in pf. -δέδρομα, encompass, surround, περιδέδρομεν ἅψεα νοῦσος A.R.3.676 ; φήμη κακὴ -δέδρομεν αὐτούς Man.2.298 ; ὠκεανὸς π. γαῖαν D.P.41, cf. Theoc.Ep.4.5.    2 metaph., circumvent, take in, Ar.Eq.56.

German (Pape)

[Seite 597] (s. τρέχω), herumlaufen, sich schnell im Kreise herumbewegen; Theogn. 505; περιθρέξαι τὴν πύκνα, Ar. Thesm. 657; οὐκοῦν περιθρέξει τὴν λίμνην κύκλῳ, Ran. 193, umlaufen, wie Her. 8, 128; umherlaufen, Lys. 30, 21; ἐν κύκλῳ περιθρεκτέον τῷ λόγῳ, Plat. Theaet. 160 e; εἰς ταὐτόν, wieder auf denselben Punkt zurückkommen, 200 c; περιδέδρομεν ἅψεα νοῦσος, Ap. Rh. 3, 676; – übertr., im Umlauf sein, gäng und gebe, bes. im partic.; Plat. Ep. VII, 333 e; ὀνόματα κοινὰ καὶ περιτρέχοντα, D. Hal. Din. 2; Plut. Dion. 54; überall herumlaufen, überall zu finden sein, wie die Rhetorik eine τέχνη περιτρέχουσα heißt, quod in omni materia diceret, Quinct. 2, 21, 7; – auch wie circumvenire, listig umgehen, betrügen, Ar. Equ. 56 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

περιτρέχω: μέλλ. -θρέξομαι, ἀλλὰ συνήθ. -δρᾰμοῦμαι· ἀόρ. περιέδρᾰμον· πρκμ. -δεδράμηκα Πλάτ. Κλειτοφ. 410Α. Τρέχω ὁλόγυρα, περιστρέφομαι, τὸ δὲ δῶμα περιτρέχει, ὅπερ λέγει μέθυσος, Θέογν. 505· π. τὰ κυνίδια Ξεν. Οἰκ. 13, 8· π. δεῦρο Ἀριστοφ. Σφ. 138· π. εἰς ταὐτόν, περιστρέφομαι καὶ καταντῶ εἰς τὸ αὐτὸ σημεῖον, Λατ. redire, Πλάτ. Θεαίτ. 200C, πρβλ. Κλειτοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. 2) τρέχω τῇδε κἀκεῖσε, οἱ δὲ πυππάζουσι περιτρέχοντες Κρατῖνος ἐν «Δραπέτισιν» 7· κύκλῳ δεήσει περιτρέχειν με καὶ βοᾶν Ἄλεξις ἐν «Παννυχίδι» 3· π. ὅπῃ τύχοιμι Πλάτ. Συμπ. 173Α, πρβλ. Λυσίαν 185. 13. 3) μεταφορ., ταῦτα μὲν γὰρ περιτρέχοντα πᾶσι προσφέρεσθαι Πλάτ. Θεαίτ. 202Α· ἡ περιτρέχουσα ἑταιρεία, κοινὴ ἑταιρεία, Πλάτ. Ἐπιστ. 333D· ὀνόματα περιτρέχοντα, περιτυχόντα, Διον. Ἁλ. π. Δεινάρχ. 2· ἡ περιτρέχουσα ὑγρότης, ἡ ἐπικρατοῦσα ὑγρασία, Πλούτ. 2. 67Ε· οὕτως ἡ ῥητορικὴ ἐκαλεῖτο: τέχνη περιτρέχουσα, περιεκτική, quod in omni materia diceret, Quint. Instt. 2. 21, 7. II. μετ’ αἰτ., τρέχω ὁλόγυρά τινος, τινὰ Ἡρόδ. 8. 128· τὴν λίμνην κύκλῳ Ἀριστοφ. Βάτρ. 193· τρέχω ὁλόγυρα ζητῶν, τὴν Πύκνα πᾶσαν ὁ αὐτ. ἐν Θεσμ. 657· ― ἐπὶ πραγμάτων, ἐν τῷ πρκμ., περιβάλλω, ὠκεανὸς π. γαῖαν Διον. Π. 41, πρβλ. Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 4. 5. 2) μεταφορ., περιέρχομαι, περικυκλώνω, περιλαμβάνω, Ἀριστοφ. Ἱππ. 56. ― Πρβλ. περιέρχομαι.

French (Bailly abrégé)

ao.2 poét. περίδραμον;
courir autour de, acc..
Étymologie: περί, τρέχω.

English (Autenrieth)

aor. περίδραμον: run up from every side, Il. 11.676†.

English (Strong)

from περί and τρέχω (including its alternate); to run around, i.e. traverse: run through.