κατήφεια: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz

Menander, Monostichoi, 423
(Bailly1_3)
(strοng)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> honte;<br /><b>2</b> découragement;<br /><b>3</b> tristesse.<br />'''Étymologie:''' [[κατηφής]].
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> honte;<br /><b>2</b> découragement;<br /><b>3</b> tristesse.<br />'''Étymologie:''' [[κατηφής]].
}}
{{StrongGR
|strgr=from a [[compound]] of [[κατά]] and [[perhaps]] a derivative of the [[base]] of [[φαίνω]] ([[meaning]] [[downcast]] in [[look]]); [[demureness]], i.e. (by [[implication]]) [[sadness]]: [[heaviness]].
}}
}}

Revision as of 17:47, 25 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατήφεια Medium diacritics: κατήφεια Low diacritics: κατήφεια Capitals: ΚΑΤΗΦΕΙΑ
Transliteration A: katḗpheia Transliteration B: katēpheia Transliteration C: katifeia Beta Code: kath/feia

English (LSJ)

Ion. and Ep. κατηφ-είη, ἡ, (κατηφής)

   A dejection (λύπη κάτω βλέπειν ποιοῦσα Plu.2.528e), δυσμενέσιν μὲν χάρμα κατηφείην δὲ σοὶ αὐτῷ Il.3.51; κ. καὶ ὄνειδος 16.498, 17.556; κ. τέ τις ἅμα καὶ κατάμεμψις σφῶν αὐτῶν πολλὴ ἦν Th.7.75; opp. χαρά, Ep.Jac.4.9; δυσθυμία καὶ κ. Plu.Them.9; τὴν βουλὴν ἄχος καὶ κ. ἔσχε Id.Cor.20, cf. D.H.3.19, Corn.ND28, Charito 6.8; κ. καὶ σύννοια Ph.2.204; κ. καὶ ὀϊζύς Rhian. 1.8.

German (Pape)

[Seite 1401] ἡ, ep. u. ion. κατηφείη, das Niederschlagen der Augen, die Beschämung, Demüthigung, Schaam; δυσμενέσιν μὲν χάρμα, κατηφείην δὲ σοὶ αὐτῷ Il. 3, 51; καὶ ὄνειδος 17, 556. 16, 498; sp. D., wie Ap. Rh. 4, 205. Auch in späterer Prosa, καὶ δυσθυμία, Niedergeschlagenheit, Plut. Them. 9, καὶ ἄχος Coriol. 20, καὶ σιωπή Public. 6; Philo u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κατήφεια: Ἰων. καὶ Ἐπικ. -είη ἢ -ίη ῑ, ἡ, (κατηφής)·― λύπη, θλῖψις μετ’ αἰσχύνης, βαρυθυμία, τὸ καταιβάζειν τὰ ὄμματα, σκυθρωπότης, (λύπη κάτω βλέπειν ποιοῦσα Πλούτ. 2. 528Ε)· ὁ Ὅμηρ. ἀντιτίθησι τῇ χαρᾷ καὶ συνάπτει τῷ ὀνείδει, δυσμενέσιν μὲν χάρμα, κατηφείην δὲ σοὶ αὐτῷ Ἰλ. Γ. 51· κατ. καὶ ὄνειδος Π. 498, Ρ. 556· κ. τέ τις καὶ κατάμεμψις σφῶν αὐτῶν πολλὴ ἦν Θουκ. 7. 75· δυσθυμία καὶ κ. Πλουτ. Θεμιστ… 9· ἄχος καὶ κ. δεινὴ ὁ αὐτ. ἐν Κορ. 20· κ. καὶ σύννοια Φίλων 2. 204· κατηφίη καὶ ὀϊζὺς Ριανὸς παρὰ Στοβ. 54. 13·- ὁ Ἡσύχ.: «κατήφεια· αἰσχύνη. αἰδώς. στυγνότης. ὄνειδος. ἀνία».

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 honte;
2 découragement;
3 tristesse.
Étymologie: κατηφής.

English (Strong)

from a compound of κατά and perhaps a derivative of the base of φαίνω (meaning downcast in look); demureness, i.e. (by implication) sadness: heaviness.