τρυγών: Difference between revisions
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
(eksahir) |
(strοng) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{eles | {{eles | ||
|esgtx=[[tórtola]] | |esgtx=[[tórtola]] | ||
}} | |||
{{StrongGR | |||
|strgr=from truzo (to [[murmur]]; [[akin]] to [[τρίζω]], [[but]] denoting a duller [[sound]]); a turtle-[[dove]] (as cooing): turtle-[[dove]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:49, 25 August 2017
English (LSJ)
όνος, ἡ, (τρύζω)
A turtle-dove, Columba turtur, Ar.Av.302 (troch.), 979 (hex.), Ev.Luc.2.24, Gal.6.700, etc.; περιστεραὶ τρυγόνες Aristeas 145: prov. of a great talker, τρυγόνος λαλίστερος Men.416, cf.Alex.92.3, Theoc. 15.88, Alciphr.3.29; πονηρὰ κατὰ τρυγόνα ψάλλεις, ἐπὶ τῶν ἐπιπόνως ζώντων, Diogenian.7.71, cf. Hsch. s.v. τρυγονοψάλλειν. II a kind of fish, the sting-ray, τρυγόνες ὀπισθόκεντροι Epich.66, cf. Arist.HA489b31, Antiph.26.23, Cels.6.9.6, Gal.Vict. Att.8; cf. τρυγόνιος. III an oviparous quadruped of uncertain kind, Arist.HA540a31.
Greek (Liddell-Scott)
τρῡγών: -όνος, ἡ, (τρύζω) ὡς καὶ νῦν, κοινῶς τὸ «τρυγόνι» Columba turtur, Ἀριστοφ. Ὄρν. 302, 979· παροιμία ἐπὶ λάλου ἀνθρώπου, τρυγόνος λαλίστερος Μένανδρος ἐν «Πλοκίῳ» 13, πρβλ. Ἄλεξιν ἐν «Θράσωνι» 1, ἔνθα: «σοῦ δ’ ἐγὼ λαλιστέραν οὐπώποτ’ εἶδον οὔτε κερκώπην, γύναι, οὐ κίτταν, οὐκ ἀηδόν’, οὔτε τέττιγα», πρβλ. Θεοκρ. 15, 88. ΙΙ. εἶδος ἰχθύος ἔχοντος κέντρον κατὰ τὴν οὐράν, «τρυγών· ἰχθὺς θαλάσσιος. ἧς τὸ κέντρον δηλητήριον» (Ἡσύχ.), Ἐπίχ. 41 Ahr., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 5, 8, Ἀντιφάνης ἐν «Ἁλιευομένῃ» 1. 23· πρβλ. τρυγόνιος. - Κατὰ τὸν Γάλλον Σοννίνιον τὸ σημερινὸν ὄνομα τοῦ ἰχθύος τούτου εἶναι «σαλάκι» (τουτέστι σελάχιον), ἰδὲ Κοραῆ σημ. εἰς Ξενοκράτ. σ. 91 καὶ 197. ΙΙΙ. ᾠοτόκον ζῷον ἀγνώστου εἴδους, (Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 3.
French (Bailly abrégé)
όνος (ἡ) :
tourterelle, oiseau.
Étymologie: R. Τρυγ, v. τρύζω.
Spanish
English (Strong)
from truzo (to murmur; akin to τρίζω, but denoting a duller sound); a turtle-dove (as cooing): turtle-dove.