ὀπτός: Difference between revisions

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
(strοng)
(T22)
Line 27: Line 27:
{{StrongGR
{{StrongGR
|strgr=from an [[obsolete]] [[verb]] [[akin]] to hepso (to "[[steep]]"); [[cooked]], i.e. roasted: [[broiled]].
|strgr=from an [[obsolete]] [[verb]] [[akin]] to hepso (to "[[steep]]"); [[cooked]], i.e. roasted: [[broiled]].
}}
{{Thayer
|txtha=ὀπτη, ὀπτον ([[ὀπτάω]] (to [[roast]], [[cook]])), [[cooked]], [[broiled]]: [[Homer]] [[down]].)
}}
}}

Revision as of 18:13, 28 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀπτός Medium diacritics: ὀπτός Low diacritics: οπτός Capitals: ΟΠΤΟΣ
Transliteration A: optós Transliteration B: optos Transliteration C: optos Beta Code: o)pto/s

English (LSJ)

(A), ή, όν,

   A roasted, broiled, σῖτός τε κρέα τ' ὀπτά Od.22.21, cf. 16.443 ; νῶτα βοὸς . . ὄπτ' ἐν χερσὶν ἑλών 4.66 ; σάρκες A.Ag.1097 ; ἑφθὰ καὶ ὀπτά boiled meats and roast, E.Cyc.358 (lyr.), cf. Hdt.2.77, Pl.R.404c.    2 baked, βοῦν καὶ ἵππον . . ὀπτοὺς ἐν καμίνοισι Hdt.1.133 ; of bread, Id.2.92 ; of fish, PCair.Zen.66.8 (iii B. C.) ; also of bricks and pottery, baked, burned, Hdt.1.180, 186, X.An.2.4.12, PAmh.2.99(a)9(ii A. D.), etc.; of soil, parched, X.Oec.16.13: Sup. ὀπτότατος best dressed or done, Cratin.143.    3 of iron, forged, tempered, S. Ant.475.    4 scorched, τὰ ὑπέρθυρ' ὀπτά Herod.2.65.
ὀπτός (B), ή, όν, (ὁράω, ὄψομαι)

   A visible, Luc.Lex.9, Ath.8.338c.

German (Pape)

[Seite 364] 1) gebraten, gebacken; κρέας, Od. 16, 443 u. öfter; ὀπτάς τε σάρκας, Aesch. Ag. 1068; ἑφθὰ καὶ ὀπτά, Eur. Cycl. 357; ἄρτος, Her. 2, 92 u. A.; auch im superl., ὀπτότατος, Cratin. bei Ath. IX, 385 c; – vom Eisen, das im Feuer glühend gemacht ist, Soph. Ant. 471; – οὔτε ἑφθοῖς κρέασιν, ἀλλὰ μόνον ὀπτοῖς, Plat. Rep. III, 404 c; – πλίνθοι ὀπταί, Backsteine, Xen. An. 2, 4, 12, wie Hdn. 7, 5; ὀπτὸς πρὸς ἥλιον, an der Sonne gedörrt, Xen. Oec. 16, 12. – 2) (vom Folgdn) gesehen, Luc. Lexiph. 9.

Greek (Liddell-Scott)

ὀπτός: -ή, -όν, «ψητός», σῖτός τε κρέας τ’ ὀπτὰ Ὀδ. Χ. 21, πρβλ. Π. 443· νῶτα βοὸς ...ὄπτ’ ἐν χερσὶν ἑλὼν Δ. 66. σάρκες Αἰσχύλ. Ἀγ. 1097· ἐφθὰ καὶ ὀπτά, κρέατα βραστὰ καὶ «ψητά», Εὐρ. Κύκλ. 358, πρβλ. Ἡρόδ. 2.77, Πλάτ. Πολ. 404C. 2) «ψητὸς» ἐν κλιβάνῳ, βοῦν καὶ ἵππον... ὀπτοὺς ἐν καμίνοισι Ἡρόδ. 1. 133· ἐπὶ ἄρτου, ὁ αὐτ. 2. 92· ὡσαύτως ἐπὶ πλίνθων ἢ ἀγγείων πηλίνων, «ἐψημένος», ὁ αὐτ. 1. 180. 186, Ξεν. Ἀν. 2. 4, 12, πρβλ. Οἰκ. 16, 13, καὶ ἴδε ὀπτάω· ― ὑπερθ. ὀπτότατος, ἄριστα ὠπτημένος, Κρατῖν. ἐν «Ὀδυσσεῦσιν» 5. 3) καθόλου, διὰ πυρὸς παρεσκευασμένος, ἐπὶ σιδήρου, ἐσφυρηλατημένος, βεβαμμένος, Σοφ. Ἀντ. 475. (Ἡ ῥίζα φαίνεται ὅτι εἶναι ἡ αὐτὴ τῇ τοῦ ἑφθὸς (ἕψω), δηλ. ΠΕΠ, ἂν καὶ τῶν δύο τύπων ἡ χρῆσις περιωρίσθη εἰς ἰδιαιτέραν σημασίαν: πρβλ. ὀπτάω, καὶ τὸ πέσσω ὅπερ εἶναι ἐν χρήσει ὡς τὸ ὀπτάω). ― Ἴδε Κόντου Ποικίλα Φιλολ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 204.

French (Bailly abrégé)

1ή, όν :
1 rôti, grillé;
2 p. ext. cuit : πρὸς τοῦ ἡλίου XÉN desséché par le soleil.
Étymologie: cf. ἕψω.
2ή, όν :
visible.
Étymologie: ὄπτομαι.

English (Autenrieth)

(root πεπ, πέσσω): roasted, broiled. (Od.)

Spanish

cocido

English (Strong)

from an obsolete verb akin to hepso (to "steep"); cooked, i.e. roasted: broiled.

English (Thayer)

ὀπτη, ὀπτον (ὀπτάω (to roast, cook)), cooked, broiled: Homer down.)