χρόμαδος: Difference between revisions
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
(Autenrieth) |
(47b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=grinding [[sound]], Il. 23.688†. | |auten=grinding [[sound]], Il. 23.688†. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α<br />([[κυρίως]] ως όρος στην [[πάλη]]) [[κρότος]] προερχόμενος από [[σύγκρουση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός [[σχηματισμός]] από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>χρομ</i>- της ρίζας του ρ. [[χρεμετίζω]] «[[χλιμιντρίζω]]» και [[επίθημα]] -(<i>α</i>)<i>δος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κέλ</i>-<i>αδος</i>, [[ὀρυμαγδός]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:10, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A crashing sound, χ. γενύων, in a pugilistic contest, Il. 23.688. (From the same Root as χρεμ-ετίζω, χρέμ-πτομαι.)
German (Pape)
[Seite 1377] ὁ, ein knirschendes, knarrendes Geräusch, Knirschen, γενύων Il. 23, 688; verwandt mit χρεμετίζω.
Greek (Liddell-Scott)
χρόμαδος: ὁ, ποιὸς ἦχος, ψόφος, δεινὸς δὲ χρόμαδος γενύων γένετ’, «ποιὸς ἦχος τοῦ χρωτὸς τῶν σιαγόνων» (Σχόλ.), Ἰλ. Ψ. 688. (Ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ᾗς καὶ τὰ χρεμετίζω, χρέμπτομαι).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
frémissement ou craquement.
Étymologie: cf. χρεμετίζω.
English (Autenrieth)
grinding sound, Il. 23.688†.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(κυρίως ως όρος στην πάλη) κρότος προερχόμενος από σύγκρουση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός σχηματισμός από την ετεροιωμένη βαθμίδα χρομ- της ρίζας του ρ. χρεμετίζω «χλιμιντρίζω» και επίθημα -(α)δος (πρβλ. κέλ-αδος, ὀρυμαγδός)].