ἀνάβλεμμα

From LSJ
Revision as of 16:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάβλεμμα Medium diacritics: ἀνάβλεμμα Low diacritics: ανάβλεμμα Capitals: ΑΝΑΒΛΕΜΜΑ
Transliteration A: anáblemma Transliteration B: anablemma Transliteration C: anavlemma Beta Code: a)na/blemma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A looking up, of dogs, X.Cyn.4.4, Poll.2.56.

German (Pape)

[Seite 181] τό, das Aufblicken, Xen. Cyn. 4, 4, das Zurückblicken der Hunde auf ihre Herren.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάβλεμμα: -ατος, τό, βλέπειν πρὸς τὰ ὀπίσω ἢ πρὸς τὰ ἄνω, ἐπὶ τῶν κυνῶν, ὅταν στρέφωσι τὴν κεφαλήν των καὶ βλέπωσιν ἐπάνω πρὸς τὸν κύριόν των, Ξεν. Κυν. 4, 4, Πολυδ. 2. 56.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
mirada hacia arribade perros, X.Cyn.4.4, Poll.2.56.

Greek Monolingual

το (Α ἀνάβλεμμα)
κοίταγμα, βλέμμα προς τα επάνω
νεοελλ.
απλώς κοίταγμα, βλέμμα, ματιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναβλέπω.
ΠΑΡ. (μσν. νεοελλ.) αναβλεμματίζω].

Russian (Dvoretsky)

ἀνάβλεμμα: ατος τό взглядывание наверх или назад (ἀναβλέμματα καὶ ἐμβλέμματα Xen.).