άλλως

From LSJ
Revision as of 21:55, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → Hominem non velle significat silentium → Das Schweigen zeugt davon, dass der, der schweigt, nicht will

Menander, Monostichoi, 223

Greek Monolingual

επίρρ.ἄλλως)
με άλλο τρόπο, διαφορετικά, αλλιώς
νεοελλ.
1. σε αντίθετη περίπτωση, ειδεμή
2. (σε σύνθεση με το τε) άλλωστε
εκτός τούτου, εξάλλου
αρχ.
1. (σε συνδυασμό με άλλα επιρρ.) «ἄλλως πως» ή «πως ἄλλως», με κάποιο άλλο τρόπο, κάπως αλλιώς
«ἄλλως οὐδαμῶς», με κανένα άλλο τρόπο
2. «καὶ ἄλλως» ή «ἄλλως δέ»
α) και εκτός τούτου, επίσης, επί πλέον β) σε κάθε περίπτωση, οπωσδήποτε
3. περίφρ. «ἄλλως τε καὶ», και για άλλους λόγους και..., κυρίως, κατεξοχήν, προπάντων, και μάλιστα
4. με καλύτερο τρόπο, καλύτερα
5. δωρεάν
6. (με ουσιαστικά) τίποτε άλλο από, απλώς
7. αλλιώς από ό,τι θα έπρεπε να είναι, τυχαία, άσκοπα
8. μάταια, του κάκου
9. αλλιώς από ό,τι είναι ορθό, άτοπα, κακώς
10. (ελλειπτική περίφραση) «τὴν ἄλλως» (ενν. ἄγουσαν ὁδόν)
α) μάταια
β) γενικά, αδιάφορα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄλλος.
ΣΥΝΘ. μσν. ἀλληνάλλως].