χώνευμα

From LSJ
Revision as of 16:26, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1-$2, $3")

Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salusBane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus

Menander, Monostichoi, 85
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χώνευμα Medium diacritics: χώνευμα Low diacritics: χώνευμα Capitals: ΧΩΝΕΥΜΑ
Transliteration A: chṓneuma Transliteration B: chōneuma Transliteration C: chonevma Beta Code: xw/neuma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A molten-work, molten image, LXX De.9.12, al., PLeid.X.21 B.

German (Pape)

[Seite 1386] τό, das Geschmolzene, aus geschmolzenem Metall Gemachte, Gußarbeit, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χώνευμα: τό, ἔργον χωνευτόν, χυτὸν εἴδωλον, Ἑβδ. (Δευτ. Θ΄, 12, κ. ἀλλ.).

Greek Monolingual

-εύματος, το, ΝΜΑ, και χώνεμα Ν χωνεύω
νεοελλ.
1. πέψη, χώνευση
2. (σχετικά με μέταλλα) τήξη
3. καύση διαφόρων αντικειμένων ώσπου να μετατραπούν σε στάχτη, αποτέφρωση
μσν.-αρχ.
χυτό δημιούργημα.