ωτίδα

From LSJ
Revision as of 15:50, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)

Source

Greek Monolingual

η / ὠτίς, -ίδος, ΝΑ, και λόγιος τ. ωτίς και οτίς Ν, και ὀτίς και οὐτίς, -ίδος, Α
(στον τ. ωτίς) το γνωστό σήμερα με την κοινή ονομασία μεγάλος αγριόγαλος πουλί και, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, γένος πτηνών, που ανήκουν στην ίδια οικογένεια, την οικογένεια ωτιδίδες
νεοελλ.
1. στρ. εισέχουσα γωνία οχυρώματος
2. αρχιτ. εξέχον κατασκεύασμα του τοίχου για την στήριξη άλλων κατασκευών
3. (μηχανολ.) μεταλλικό εξάρτημα για τη στερέωση αντικειμένου σε τράπεζα εργασίας ή εργαλειομηχανής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς, ὠτός «αφτί» + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. νυκτερ-ίς)].