ἐξεγγύησις
From LSJ
κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils
English (LSJ)
εως, ἡ,
A giving of bail or surety, esp. to take one out of prison, -ησιν ποιεῖν D.24.77.
German (Pape)
[Seite 874] ἡ, die Bürgschaft, bes. um Einen von der Hast zu befreien, Dem. 24, 77; vgl. Meier att. Proceß p. 521.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξεγγύησις: -εως, ἡ, ἐγγύησις ὑπέρ τινος, κυρίως ὅπως ἀπολυθῇ ἐκ τῆς εἱρκτῆς, «τὸ ἐξελέσθαι τινὰ δι’ ἐγγυητῶν καταστάσεως· Δημοσθένης ἐν τῷ κατὰ Τιμοκράτους (725. 10)» Ἁρποκρ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
caution, garantie.
Étymologie: ἐξεγγυάω.
Greek Monolingual
ἐξεγγύησις, η (Α) εξεγγυώ εγγύηση για να αποφυλακιστεί κάποιος.
Greek Monotonic
ἐξεγγύησις: -εως, ἡ, παροχή εγγύησης, σε Δημ.