ἐπικέλομαι

From LSJ
Revision as of 19:20, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικέλομαι Medium diacritics: ἐπικέλομαι Low diacritics: επικέλομαι Capitals: ΕΠΙΚΕΛΟΜΑΙ
Transliteration A: epikélomai Transliteration B: epikelomai Transliteration C: epikelomai Beta Code: e)pike/lomai

English (LSJ)

   A call upon, στυγερὰς δ' ἐπεκέκλετ' Ἐρινῦς (redupl. aor. 2) Il.9.454; ἐπικεκλομένα Δῖον πόρτιν A.Supp.40 (lyr.): c. dat., παιδί A.R.3.85.

German (Pape)

[Seite 948] (s. κέλομαι), nur aor. II. ἐπικέκλετο, noch dazu herbeirufen; Ἐρινῦς Il. 9, 434; Aesch. Suppl. 40 u. sp. D., wie Leon. Al. 12 (VI, 221); τινί, Einem zurufen, Ap. Rh. 3, 85; Qu. Sm. 12, 437.

French (Bailly abrégé)

ao.2 avec redoubl. poét. 3ᵉ sg. ἐπεκέκλετο, part. ἐπικεκλόμενος;
appeler à soi, invoquer, acc..
Étymologie: ἐπί, κέλομαι.

English (Autenrieth)

aor. ἐπεκέκλετο: invoke; Ἐρῖνῦς, Il. 9.454†.

Greek Monolingual

ἐπικέλομαι (ποιητ. τ.) (Α)
(αποθ.)
1. επικαλούμαι («πολλά κατηρᾶτο, στυγερός δ’ ἐπεκέκλετ’ Ἑρινῡς», Ομ. Ιλ.)
2. (με δοτ. και απρμφ.) συμβουλεύω, ενθαρρύνω («τεῷ ἐπικέκλεο παιδί», Απολλ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κέλομαι «προτρέπω, φωνάζω»].

Greek Monotonic

ἐπικέλομαι: Επικ. γʹ ενικ. αορ. βʹ ἐπικέκλετο· αποθ., επικαλούμαι, τινα, σε Ομήρ. Ιλ.