ἐπιθήκη

From LSJ
Revision as of 22:52, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιθήκη Medium diacritics: ἐπιθήκη Low diacritics: επιθήκη Capitals: ΕΠΙΘΗΚΗ
Transliteration A: epithḗkē Transliteration B: epithēkē Transliteration C: epithiki Beta Code: e)piqh/kh

English (LSJ)

ἡ,

   A addition, increase, Hes.Op.380; κἀπιθήκην τέτταρας and 4 loaves (or perh. obols) over, Ar.V.1391; adponam epithecam insuper, cj. for apo- in Plaut. Trin.1025.    II. cover put over a statue, CPR27.10 (ii A.D.).    III. sum allowed to cover expenses, POxy.1158.24 (iii A.D.), etc.

German (Pape)

[Seite 943] ἡ, der Zusatz, die Vermehrung, Hes. O. 378; Zulage, Ar. Vesp. 1382; Sp.; – Deckel, Sp.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
addition, surcroît.
Étymologie: ἐπιτίθημι.

Greek Monolingual

ἐπιθήκη, ἡ (Α)
1. προσθήκη, επαύξηση
2. πάπ. κάλυμμα αγάλματος
3. πάπ. χρηματικό ποσό που χορηγείται για κάλυψη δαπανών
4. (κατά τον Ησύχ.) «φερνή», προίκα
5. (η αιτ. ως επίρρ.) ἐπιθήκην
παραπάνω, επί πλέον.

Greek Monotonic

ἐπιθήκη: ἡ (ἐπιτίθημι), προσθήκη, αύξηση, σε Ησίοδ.· αιτ. ως επίρρ., κἀπιθήκην τέτταρας, και τέσσερις δραχμές επιπλέον στη συμφωνία, σε Αριστοφ.