ἴκμη

From LSJ
Revision as of 23:49, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun

Menander, Monostichoi, 385
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἴκμη Medium diacritics: ἴκμη Low diacritics: ίκμη Capitals: ΙΚΜΗ
Transliteration A: íkmē Transliteration B: ikmē Transliteration C: ikmi Beta Code: i)/kmh

English (LSJ)

ἡ, (ἰκμάς)    A a plant growing in moist places, duckweed, Lemna minor, Thphr.HP4.10.1.

German (Pape)

[Seite 1248] ἡ, eine an feuchten Orten wachsende Pflanze, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἴκμη: ἡ, (ἰκμάς) φυτὸν φυόμενον ἐν ὑγροῖς τόποις, ἰδίως ἐν τῇ λίμνῃ τῇ περὶ τὸν Ὀρχομενόν, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 10, 1.- Καθ, Ἡσύχ.: «ἴκμη· φυτόν τι γινόμενον περὶ τὸν Ὀρχομενόν».

Greek Monolingual

ἴκμη, ἡ (Α)
το υδρόβιο φυτό που είναι γνωστό με τη λόγια ονομασία λέμνα η ελάσσων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ἰκμαίνω, με υποχωρητ. σχηματισμό].