καταβλώσκω

From LSJ
Revision as of 23:48, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταβλώσκω Medium diacritics: καταβλώσκω Low diacritics: καταβλώσκω Capitals: ΚΑΤΑΒΛΩΣΚΩ
Transliteration A: katablṓskō Transliteration B: katablōskō Transliteration C: katavlosko Beta Code: katablw/skw

English (LSJ)

poet. for κατέρχομαι,

   A go down or through, ἄστυ καταβλώσκοντα Od.16.466; πόληος νόσφι A.R.1.322; of seamen, Lyc.1068 (in irreg. fut. -βλώξω); of a stream, A.R.4.227.

German (Pape)

[Seite 1340] (s. βλώσκω), durch-, entlanggehen; ἄστυ καταβλώσκοντα Od. 16, 466; ποταμοῖο καταβλώσκοντε ῥεέθρῳ Ap. Rh. 4, 227. – Ein fut. καταβλώξουσι bildet Lycophr. 1068.

Greek (Liddell-Scott)

καταβλώσκω: ποιητ. ἀντὶ κατέρχομαι, καταβαίνω, εἰς ἄστυ καταβλώσκοντα Ὀδ. Π. 466· πόληος νόσφι κταβλώσκοντας Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 322· ἐπὶ ναυτῶν, Λυκόφρ. 1068 (ἐν τῷ ἀνωμάλῳ μέλλ. -βλώξω)· ― ἐπὶ ποταμοῦ ἢ ῥύακος, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 227.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
traverser en courant, acc..
Étymologie: κατά, βλώσκω.

Greek Monolingual

καταβλώσκω (Α)
1. κατέρχομαι, κατεβαίνω
2. (για ποτάμι) διέρχομαι, περνώ διά μέσου κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + βλώσκω «έρχομαι»].

Greek Monotonic

καταβλώσκω: κατεβαίνω, κατέρχομαι μέσω οδού, με αιτ., σε Ομήρ. Οδ.