κατασκιάζω

From LSJ
Revision as of 23:42, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασκῐάζω Medium diacritics: κατασκιάζω Low diacritics: κατασκιάζω Capitals: ΚΑΤΑΣΚΙΑΖΩ
Transliteration A: kataskiázō Transliteration B: kataskiazō Transliteration C: kataskiazo Beta Code: kataskia/zw

English (LSJ)

fut. -σκιάσω, Att. -

   A σκιῶ S.OC406:—overshadow, cover over, κατὰ δ' ἐσκίασαν βελέεσσι Τιτῆνας Hes.Th.716; ἡ δέ οἱ κόμη ὤμους κ. Archil.29; σαρξὶν πάντα κατεσκίασεν ἄνωθεν Pl.Ti.74d; spread awnings, E.Ion1142; κόνει bury one, S.l.c.; θανόντα . . γαῖα κατεσκίασε IG7.580 (Tanagra).

German (Pape)

[Seite 1379] beschatten, bedecken; κατὰ δ' ἐσκίασαν βελέεσσι Τιτῆνας Hes. Th. 716; λαβὼν δ' ὑφάσμαθ' ἱρὰ κατεσκίαζε Eur. Ion 1142; ἦ καὶ κατασκιῶσι (fut.) Θηβαίᾳ κόνει, begraben, Soph. O. C. 407; auch in Prosa, κατεσκίασε πάντα σαρξὶ ἄνωθεν Plat. Tim. 74 d.

Greek (Liddell-Scott)

κατασκιάζω: μέλλ. -σκιάσω, συνῃρ. -σκιῶ Σοφ. Ο. Κ. 406· Διὰ τῆς σκιᾶς ἐντελῶς σκεπάζω, ἢ ἐν γένει ἐπικαλύπτω, κατὰ δ’ ἐσκίασαν βελέεσσι Τιτῆνας Ἡσ. Θ. 716, πρβλ. τὸν ἥλιον ὑπὸ τοῦ πλήθους τῶν ὀϊστῶν ἀποκρύπτουσι Ἡρόδ. 7. 226· κόνει, θάπτω τινά, Σοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Εὐρ. Ἴων 1142· θανόντα... γαῖα κατεσκίασεν Ἑλλ. Ἐπιγρ. 493· κατεσκίασε πάντα σαρξὶν ἄνωθεν Πλάτ. Τίμ. 74D.

French (Bailly abrégé)

f. κατασκιάσω, att. κατασκιῶ;
ombrager, couvrir : κόνει τινά SOPH qqn de poussière, càd de terre ; ensevelir qqn.
Étymologie: κατά, σκιάζω.

English (Strong)

from κατά and a derivative of σκιά; to overshade, i.e. cover: shadow.

English (Thayer)

to overshadow, cover with shade (see κατά, III:3): τί, Hesiod, Euripides, Plato, others; κατασκιάω, Homer, Odyssey 12,436.)

Greek Monolingual

(AM κατασκιάζω, Α και κατασκιῶ, -άω) κατάσκιος
καλύπτω τελείως με σκιά, κατακαλύπτω
νεοελλ.
παθ. κατασκιάζομαι
καλύπτομαι εξ ολοκλήρου από σκιά, αμαυρώνομαι
αρχ.
1. επισκιάζω
2. θάπτω.

Greek Monotonic

κατασκιάζω: μέλ. -σκιάσω, συνηρ. -σκιῶ, επισκιάζω, επικαλύπτω, σε Ησίοδ.· κ. κόνει, θάβω κάποιον, σε Σοφ.