κηλίδα
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
Greek Monolingual
η (Α κηλίς, -ῑδος)
1. στίγμα, λεκές, ρύπος (α. «το πουκάμισο σου γέμισε από κηλίδες αίματος» β. «ἱμάτιον κηλίδων μεστόν», Θεόφρ.)
2. μτφ. ηθικὸς ρύπος, ατιμία, αίσχος, όνειδος («κηλῑδα μηνύσας ἐμὴν ὀρθοῑς ἔμελλον ὄμμασιν τούτους ὁρᾱν», Σοφ.)
3. ιατρ. φυσική ή παθολογική αλλοίωση του χρώματος η οποία προκαλεί στίγμα πάνω στο δέρμα
νεοελλ.
1. ανατ. ονομασία ανατομικών σχηματισμών που μοιάζουν με στίγμα («ωχρά κηλίδα»)
2. αστρον. στον πληθ. οι κηλίδες
σκοτεινό μέρος της επιφάνειας ουράνιων σωμάτων («ηλιακές κηλίδες»)
3. φρ. βιολ. «οπτική κηλίδα» — μια εξαιρετικά χρωματισμένη περιοχή σε ορισμένους μονοκύτταρους οργανισμούς, η οποία λειτουργεί ως φωτοδέκτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα kāl- (για τις λ. που αναφέρονται στις σκούρες κηλίδες)
είναι μετονοματικό παρ. που εμφανίζει επίθημα -ίς / -ῖδος (πρβλ. κληίς, κνημίς) και συνδέεται με τις λ. κηλάς, κηλήνη, όπως επίσης με λατ. cālidus «σημαδεμένος στο μέτωπο (για ζώα)», ουμβρ. (buf) kaleřuf «βόδια σημαδεμένα», λιθουαν. kalybas «(σκύλοι) που έχουν λευκό στίγμα», αρχ. ιρλδ. caile «κηλίδα», αρχ. σλαβ. kali «πηλός»].