Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λάταξ

From LSJ
Revision as of 07:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λάταξ Medium diacritics: λάταξ Low diacritics: λάταξ Capitals: ΛΑΤΑΞ
Transliteration A: látax Transliteration B: latax Transliteration C: lataks Beta Code: la/tac

English (LSJ)

[ᾰ], ᾰγος, ἡ, usu. in pl. λάταγες, in the game of κότταβος,

   A the drops of wine in the bottom of the cup which were thrown into a basin with a splash, λάταγες ποτέονται κυλίχναν ἀπὺ Τηΐαν Alc.43; ἀπ' ἀγκύλης . . ἵησι λάταγας Cratin.273, cf. Hermipp.47.7 (anap.), Critias 2.2 D., Call.Fr.102: so collectively in sg., ξανθὴ Ἀφροδισία λ. S.Fr.277 (lyr.).    II a water-quadruped, perh. beaver, Arist.HA487a22, 594b32.

German (Pape)

[Seite 18] αγος, ἡ, 1) der Tropfen, die Neige Wein, Suid. erkl. ἡ μεγάλη σταγών; – bes. die aus dem ausgetrunkenen Becher herausgeschwenkte Neige Wein, die mit einem klatschenden Geräusch in ein Becken fiel, vgl. κότταβος; ἀφεῖναι τὴν λάταγα, Ath. XI, 479 e ff., wo aus Alcaeus λάταγες ποτέονται κυλιχνᾰν ἀπὸ Τηϊᾰν angeführt wird, vgl. XV, 668 f; Soph. frg. 257 nennt sie ἀφροδισία, weil man den Namen der Geliebten dabei aussprach; λατάγων παιγμός Agath. 9 (V, 296); Callim. frg. 102. – Auch das Geklatsch selbst, Phot. – 2) Bei Arist. H. A. 1, 1 ein im Wasser lebendes vierfüßiges Thier, vgl. 8, 5.

Greek (Liddell-Scott)

λάταξ: [λᾰ], ᾰγος, ἡ· ― ἐν τῷ πληθ. λάταγες, ἐν τῇ παιδιᾷ τοῦ κοττάβου αἱ ὀλίγαι σταγόνες τοῦ οἴνου αἱ ἐν τῷ πυθμένι τοῦ ποτηρίου ἀπολειφθεῖσαι, ἃς οἱ κοτταβίζοντες ἔρριπτον εἰς τὸ λαταγεῖον, λάταγες ποτέονται κυλιχνᾶν ἀπὺ Τηιᾶν Ἀλκαῖ. 65· ἀπ’ ἀγκύλης... ἵησι λάταγας Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 16, πρβλ. Ἕρμιππ. ἐν «Μοίραις» 2. 7, Κριτίαν 1. 2, Καλλ. Ἀποσπ. 102. 2) ἐν τῷ ἑνικῷ = κότταβος, ὁ ψόφος τοῦ ὑγροῦ πίπτοντος ἐπὶ τοῦ λαταγείου· τὸν ψόφον τοῦτον οἱ ἐρασταὶ ἐθεώρουν ὡς οἰωνόν, Σοφ. Ἀποσπ. 257· πρβλ. τόξον, λαταγέω. II. ὑδρόβιον τετράπουν, πιθανῶς ὁ κάστωρ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 14., 8. 5, 8, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

αγος (ἡ) :
1 reste de vin qu’on verse au jeu du cottabe;
2 loutre ou castor, animal.
Étymologie: DELG ? ; le latin latex dérive de λάταξ.

Greek Monolingual

η (Α λάταξ, -αγος)
νεοελλ.
ζωολ. είδος μεγάλων σαρκοφάγων υδρόβιων θηλαστικών με ωραίο τρίχωμα, στα οποία υπάγονται οι ενυδρίδες
αρχ.
1. στον πληθ. αἱ λάταγες
(στο παιχνίδι του κοττάβου) οι λίγες σταγόνες του κρασιού που απέμεναν στον πυθμένα του ποτηριού και τις οποίες αυτοί που έπαιζαν τον κότταβο έριχναν σε χάλκινο αγγείο, στο λαταγείο
2. συνεκδ. ο ήχος τών λατάγων που έπεφταν στο λαταγείο
3. παρυδάτιο τετράποδο, ίσως ο κάστοραςὥσπερ ἐνυδρὶς καὶ λάταξ καὶ κροκόδειλος», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. λάτ-αξ εμφανίζει επίθημα -αξ (πρβλ. άρπ-αξ). Η σύνδεση της με κελτικές και γερμανικές λ. με σημ. «βάλτος, τέλμα» (πρβλ. μέσ. ιρλδ. laith «βάλτος», lathach «λάσπη», αρχ. νορβ. lepja «βόρβορος, λάσπη») και η αναγωγή της σε ΙΕ ρίζα lat- «υγρός, βάλτος» εμφανίζει δυσχέρειες. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική με τη μορφή latex, -icis «ρευστότητα». Ο τ. λάταξ με τη σημ. «παρυδάτιο τετράποδο» συνδέεται πιθ. ετυμολογικώς με τον τ. λάταξ με σημ. «σταγόνες του κρασιού που απομένουν στον πυθμένα του ποτηριού»].

Russian (Dvoretsky)

λάταξ: ᾰγος (λᾰ) ἡ
1) остаток вина в чаше (выплескивавшийся при игре в κότταβος, см.) (Ἀφροδισία λ. Soph.);
2) предполож. бобр Arst.