λυκηγενής

From LSJ
Revision as of 09:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο (Odyssey 4.103) → satiety in grief comes soon

Source

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
père de la lumière (Apollon) ; selon l’interprétation commune né en Lycie.
Étymologie: *λύκη, lumière, ou Λυκία, γένος.

English (Autenrieth)

έος (root λυκ, lux): light-born, epith. of Apollo as sun-god, Il. 4.101, 119.

Greek Monolingual

λυκηγενής, -ές (Α)
(το αρσ. ως κύριο όν.) Λυκηγενής
προσωνυμία του Απόλλωνος, ως θεού του φωτός ή, κατ' άλλους, επειδή γεννήθηκε στη Λυκία («εὔχεο δὲ Ἀπόλλωνι Λυκηγενέι κλυτοτόξῳ», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, ο τ. θεωρείται σύνθετος σε -γενής και αναφέρεται ως προσωνυμία του Απόλλωνος, επειδή ο Απόλλων γεννήθηκε στη Λυκία (πρβλ. Λύκιος). Συγκεκριμένα, ο τ. Λυκηγενής (αντί του αναμενόμενου Λυκιογενής) προέρχεται από Λυκία + συνδετικό φωνήεν -η- (για μετρικούς λόγους) + -γενής (< γένος). Κατ' άλλους, όμως, ο τ. θεωρείται σύνθετος του λύκη «αυγή, χάραμα» (πρβλ. αμφιλύκη, λύχνος) και αποδίδεται στον Απόλλωνα ως θεό του φωτός].

Russian (Dvoretsky)

λῠκηγενής: светорожденный, по по друг. - рожденный в Ликии (эпитет Аполлона) Hom.