αὐτόπρεμνος

From LSJ
Revision as of 21:48, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτόπρεμνος Medium diacritics: αὐτόπρεμνος Low diacritics: αυτόπρεμνος Capitals: ΑΥΤΟΠΡΕΜΝΟΣ
Transliteration A: autópremnos Transliteration B: autopremnos Transliteration C: aftopremnos Beta Code: au)to/premnos

English (LSJ)

ον,

   A together with the root, root and branch, τὰ δ' ἀντιτείνοντ' αὐτόπρεμν' ἀπόλλυται (sc. δένδρα) S.Ant.714, cf. Antiph.231.7; ἀνασπᾶν αὐτοπρέμνοις τοῖς λόγοισιν Ar.Ra.903 (paratrag.); αὐ. τι νέμειν give in absolute possession, A.Eu.401.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτόπρεμνος: -ον, σὺν αὐτῇ τῇ ῥίζῃ, αὐτόρριζος, ἐπὶ δένδρων, τὰ δ’ ἀντιτείνοντ’ αὐτόπρεμν’ ἀπόλλυται Σοφ. Ἀντ. 714· πρβλ. Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 10· αὐτοπρέμνοις τοῖς λόγοισιν Ἀριστοφ. Βάτρ. 903· ὁλόκληρος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 401.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
avec les racines elles-mêmes, càd entier ; αὐτόπρεμνόν τι διδόναι ESCHL donner qch avec les racines, càd en toute propriété.
Étymologie: αὐτός, πρέμνον.

Spanish (DGE)

-ον
con todas sus raíces
1 de raíz τὰ (δένδρα) δ' ἀντιτείνοντ' αὐτόπρεμν' ἀπόλλυται los (árboles) que resisten perecen arrancados de raíz S.Ant.714, cf. parod. cóm., Antiph.231.7, δένδρεα δ' αὐτόπρεμνα μετωχλίσθησαν ἀρούρης fueron apalancados de la tierra árboles arrancados de raíz Nonn.D.2.77
fig. parod. trág. αὐτοπρέμνοις τοῖς λόγοισιν ἐμπεσόντα lanzándose (como un torrente) con palabras arrancadas de raíz, e.d. grandes y rudas Ar.Ra.903, ref. a la obstinación de una pers. ὁ δ' ἀντιτείνων αὐ. οἴχεται Eup.260.25, ἵνα ... ἡ ἁμαρτία αὐ. πᾶσα διαφθαρῇ para que el pecado arrancado de raíz perezca del todo Meth.Res.1.40, πᾶσαν ὑπόθεσιν σκανδάλου αὐτόπρεμνον ἀνασπώντων arrancando de raíz todo motivo de escándalo Isid.Pel.Ep.M.78.713A
ref. a pers., de Laódica τὴν μὲν αὐτόπρεμνον ἡ τοκὰς κόνις χανοῦσα κευθμῷ χείσεται διασφάγος a una (vida) arrancada de cuajo la tierra madre abriéndose la cubrirá en lo hondo de una cavidad Lyc.316, cf. Hsch.
2 con su propio suelo γῆν ... ἣν ... ἔνειμαν αὐτόπρεμνον ... ἐμοί la tierra ... que ... me dieron con su propio suelo A.Eu.401.
3 enraizado en sí mismo de Cristo y su Padre ἓν γένος ἐσμέν, ἔμφυτον, αὐτόπρεμνον somos un solo linaje, enraizado en sí mismo Nonn.Par.Eu.Io.10.30.

Greek Monolingual

αὐτόπρεμνος, -ον (Α)
1. (για δέντρα) μαζί με τη ρίζα, από τη ρίζα
2. αυτός που βρίσκεται στην απόλυτη κατοχή μου, ολοκληρωτικά δικός μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + -πρεμνος < πρέμνον «το κάτω μέρος του κορμού του δέντρου, το κούτσουρο, η ρίζα»].

Greek Monotonic

αὐτόπρεμνος: -ον (πρέμνον), αυτός που έχει μαζί του τη ρίζα, που είναι μαζί με τη ρίζα και τα κλαδιά, σε Σοφ., Αριστοφ.· αὐτόπρεμνος τι διδόναι, παραδίδομαι στην απόλυτη κατοχή, σε Αισχύλ.