συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen
Full diacritics: δυσπέτημα | Medium diacritics: δυσπέτημα | Low diacritics: δυσπέτημα | Capitals: ΔΥΣΠΕΤΗΜΑ |
Transliteration A: dyspétēma | Transliteration B: dyspetēma | Transliteration C: dyspetima | Beta Code: duspe/thma |
ατος, τό,
A misfortune, LXX 2 Ma.5.20.
[Seite 687] τό, Unglücksfall, Macrob.
δυσπέτημα: τό, δυστύχημα Ἑβδ. (2 Μάκκ.ε',20).
-ματος, τό desgracia LXX 2Ma.5.20.
δυσπέτημα (-ατος), το (Α)
συμφορά, δυστυχία.