ἐλαιοφόρος

From LSJ
Revision as of 22:40, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος → for illustrious men have the whole earth for their tomb, for heroes have the whole earth for their tomb, the whole earth is the tomb of famous men

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλαιοφόρος Medium diacritics: ἐλαιοφόρος Low diacritics: ελαιοφόρος Capitals: ΕΛΑΙΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: elaiophóros Transliteration B: elaiophoros Transliteration C: elaioforos Beta Code: e)laiofo/ros

English (LSJ)

ον,

   A olive-bearing, ὄχθος E.HF1178 (anap.); χώρα ἐ. land fit for olives, Thphr.CP2.4.4: -φόρον, τό, oil-shop, Gloss.

German (Pape)

[Seite 789] Oelbäume tragend; Eur. Herc. Fur. 1178; Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλαιοφόρος: -ον, φέρων, παράγων ἐλαίας, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1178· ἐπὶ ἐδάφους ἔνθα τὰ ἐλαιόδενδρα παράγουσι πολὺν καρπόν, π. Φυτ. Αἰτ. 2. 4, 4. 2) ἐλαιοφόρον ἀγγεῖον, «λαδικόν», ῥοΐ, Γλωσσ.

Spanish (DGE)

-ον
I 1de tierras que produce olivos, olivarero ὄχθος E.HF 1178, ἡ λευκόγειος (γῆ) Thphr.CP 2.4.4, ἡ δὲ χώρα ἡ μὲν ἦν ἀμπελόφυτος, ἡ δὲ ἐ. una parte de la tierra estaba plantada de vides, la otra de olivos D.S.20.8, cf. D.H.1.37, de Galilea, I.BI 2.592, de Samaria, Cyr.Al.M.71.280D.
2 de una vasija repleta de aceite καμψάκη Cyr.Al.M.73.280D.
II subst. (τὸ) ἐ. alcuza, Gloss.2.294.

Greek Monolingual

-α, -ο (AM ἐλαιοφόρος, -ον)
(για περιοχή ή τόπο) αυτός που παράγει ελιές ή λάδι, ελαιοπαραγωγός, ελαιόφυτος
νεοελλ.
1. (για δοχεία ή αγγεία) ο προορισμένος να δέχεται λάδι
2. δοχείο λαδιού, λαδερό, λαδικό
μσν.
1. είδος γερακιού
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐλαιοφόρον
ελαιοπωλείο.

Greek Monotonic

ἐλαιοφόρος: Αττ. ἐλαο-φόρος, -ον, αυτός που φέρει, παράγει ελιές, σε Ευρ.