εξορμώ

From LSJ
Revision as of 13:35, 8 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "———————— " to "<br />")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving

Source

Greek Monolingual

(I)
(AM ἐξορμῶ, -άω) ορμώ
1. βγαίνω ορμητικά, ξεκινώ με ορμή
2. επιτίθεμαι ορμητικά εναντίον κάποιου
νεοελλ.
επιδίδομαι με ζήλο σε κάτι
αρχ.
1. στέλνω στον πόλεμο
2. παροτρύνω, ενθαρρύνω
3. κινώ προς τα έξω
4. μέσ. επιδίδομαι με ζήλο σε κάτι
5. παθ. (για βέλος) ρίχνομαι, τινάζομαι
6. ξεσπώ ξαφνικά.
(II)
ἐξορμῶ, -έω (Α)
1. βρίσκομαι ή πλέω έξω από το λιμάνι
2. φεύγω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ορμέω, -ώ (< όρμος) «είμαι αγκυροβολημένος»].