Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ήμαρ

From LSJ
Revision as of 08:50, 23 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c

Greek Monolingual

ἦμαρ, δωρ. και αρκ. τ. ἆμαρ, τὸ (Α)
1. η ημέρα («νύκτες τε καὶ ἤματα», Ομ. Οδ.)
2. (ως επίρρ.) ἦμαρ
κατά τη διάρκεια της ημέρας
3. φρ. α) «μέσον ἦμαρ» — μεσημέρι
β) «δείελον ἦμαρ» — δειλινό
γ) «ἐπ' ἤματι»
i) καθημερινά
ii) κατά το διάστημα της ημέρας
iii) κατά το τέλος της ημέρας
δ) «κατ' ἦμαρ»
i) καθημερινά
ii) σήμερα
ε) τὸ κατ' ἦμαρ» — οι καθημερινές ανάγκες, ο επιούσιος άρτος
στ) «παρ' ἦμαρ» — μέρα παρά μέρα
ζ) «ἤματι χειμερίῳ» — σε μια χειμωνιάτικη μέρα
η) «ἤματι ὀπωρινῷ» — σε μια φθινοπωρινή μέρα
θ) (για θάνατο) «νηλεὲς ἦμαρ» — μοιραία μέρα
ι) (για σκλάβους) «ἐλευθέριον ἡ δούλιον ἡ ἀναγκαῑον ἦμαρ» — η μέρα της απελευθέρωσης
ια) «νόστιμον ἦμαρ» — η μέρα της επανόδου στην πατρίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επικός ιων. τ. του άμαρ. Ανάγεται σε ΙΕ τ. āmōr (πρβλ. τέκμαρ: τέκμωρ) και αντιστοιχεί στο αρμ. awr «ημέρα». Η δασύτητα του αττ. παρεκτεταμένου τ. ημέρα οφείλεται μάλλον σε αναλογία προς το εσπέρα.
ΠΑΡ. ημάτιος.
ΣΥΝΘ. αυτήμαρ, εννήμαρ, εξήμαρ, πανήμαρ, προήμαρ (βλ. και λ. ημέρα)].