καθαριεύω
From LSJ
ἔστ' ἦμαρ ὅτε Φοίβος πάλιν ελεύσεται καὶ ες αεί ἔσσεται → the time will come when Apollo will return to stay forever
English (LSJ)
A to be kaqa/rios, in Med., Alex.Aphr. Pr.2.53. II = καθαρεύω 3, Hdn.Gr. ap. Choerob.in Theod.1.232, Theognost.Can.28, etc.
German (Pape)
[Seite 1281] dasselbe, Sp.; auch vom Styl, Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰθᾰριεύω: εἶμαι καθάριος, Πορφύρ. περὶ Ἀποχ. Ἐμψύχ. 4. 6· ἴδε Valck. εἰς Ξενοφ. Ἀποσπ. 2. 1, 22, Stallb. εἰς Πλάτ. Φαίδ. 58Β.
Greek Monolingual
καθαριεύω (Α)
1. (για το φωνήεν α) καθαρεύω, ακολουθώ άλλο φωνήεν ή το σύμφωνο ρ, είμαι καθαρός
2. μέσ. καθαριεύομαι
είμαι καθάριος, αγαπώ την καθαριότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλλ. τ. του καθαρεύω.