καναδόκα

From LSJ
Revision as of 12:30, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")

πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip

Source

Greek (Liddell-Scott)

καναδόκα: «χηλὴ (χείλη κῶδ.) ὀϊστοῦ» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

καναδόκα, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) (στους Λάκωνες) «χείλη ὀϊστοῦ».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθανότερη θεωρείται η άποψη ότι η λ. είναι σύνθ. < κάννα «καλάμι» + δέκομαι «δέχομαι» και δηλώνει την εγκοπή της αιχμής του βέλους που δέχεται το στέλεχος μέσα της. Στην περίπτωση αυτή, η γλώσσα του Ησυχίου θα πρέπει να διορθωθεί σε χηλή οϊστού «εγκοπή βέλους». Με τον ίδιο τρόπο ερμηνεύεται και η γλώσσα του Ησυχίου κανδόχα
κήλη ως άλλος τ. του καναδόκα, οπότε το κήλη θα πρέπει επίσης να διορθωθεί σε χηλή.