λογικεύομαι

From LSJ
Revision as of 17:10, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λογῐκεύομαι Medium diacritics: λογικεύομαι Low diacritics: λογικεύομαι Capitals: ΛΟΓΙΚΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: logikeúomai Transliteration B: logikeuomai Transliteration C: logikeyomai Beta Code: logikeu/omai

English (LSJ)

   A to be merely arguing, πρὸς ἐπίδειξιν Dam.Pr.320, cf. 162.

Greek (Liddell-Scott)

λογῐκεύομαι: κάμνω λογικὸν συμπέρασμα, συλλογίζομαι κατὰ τοὺς κανόνας τῆς λογικῆς, Ἐκκλ. κλ., ἴδε Λοβ. Φρύν. 198.

Greek Monolingual

(AM λογικεύομαι) λογικός
σκέπτομαι λογικά, συνάγω λογικό συμπέρασμα, συλλογίζομαι ορθά και σύμφωνα με τους κανόνες της λογικής
νεοελλ.
γίνομαι λογικός, συνετός, βάζω μυαλό
αρχ.
1. προικίζω με λογική
2. διαλέγομαι, συζητώ, εκθέτω επιχειρήματα υπέρ ή κατά.