Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μηλόβοτος

From LSJ
Revision as of 00:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Ἃ δέ σοι συνεχῶς παρήγγελλον, ταῦτα καὶ πρᾶττε καὶ μελέτα, στοιχεῖα τοῦ καλῶς ζῆν ταῦτ' εἶναι διαλαμβάνων (Epicurus, Letter to Menoeceus 123.2) → Carry on and practice the things I incessantly used to urge you to do, realizing that they are the essentials of a good life.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηλόβοτος Medium diacritics: μηλόβοτος Low diacritics: μηλόβοτος Capitals: ΜΗΛΟΒΟΤΟΣ
Transliteration A: mēlóbotos Transliteration B: mēlobotos Transliteration C: milovotos Beta Code: mhlo/botos

English (LSJ)

ον,

   A grazed by sheep, epith. of pastoral districts, Pi.P.12.2, B.5.66, A.Supp. 548 (lyr.); χώραν μ. ἀνιέναι turn a district into a sheep-walk, i.e. lay it waste, Isoc.14.31, cf. Ph.2.473, D.L.6.87; ἐπηράσατο εἰς ἀεὶ μηλόβοτον εἶναι (sc. τὴν Καρχηδόνα) App.BC1.24, cf.AP9.103 (Mund.): metaph., μ. γυναίοις τὴν ἀρχὴν ἀνῆκεν Philostr.VA5.27, cf.VS1.21.4.

German (Pape)

[Seite 172] von Schaafheerden, von kleinem Vieh beweidet; die Viehzucht treibend; Ἀκράγας, Pind. P. 12, 2; Φρυγία, Aesch. Suppl. 543; sp. D., μηλόβοτος κεῖμαι καὶ βούνομος ἔνθα Μυκήνη, Mund. ep. (IX, 103). Auch in Prosa, Isocr. 14, 31, ὡς χρὴ τήν τε πόλιν ἐξανδραποδίσασθαι καὶ τὴν χώραν ἀνεῖναι μηλόβοτον, daß das Land nie wieder bebau't werden, sondern zur Schaafweide dienen solle; vgl. Hdu. 8, 4, 23; übertr., Philostr. v. Ap. 5, 27.

Greek (Liddell-Scott)

μηλόβοτος: -ον, ὑπὸ προβάτων νεμόμενος, ἐπίθ. βοσκησίμων χωρῶν, Πινδ. Π. 12. 4, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 548· Ἴδας ἀνὰ μηλοβότους πρῶνας Βακχυλ. V. 66· τὴν χώραν ἀνεῖναι μηλόβοτον, νὰ ἀφήσωσι, τὴν χώραν ἔρημον ὥστε νὰ βόσκωνται πρόβατα ἐν αὐτῇ, Ἰσοκρ. 302C, πρβλ. Διογ. Λ. 6. 87· ἐπηράσατο εἰς ἀεὶ μηλόβοτον εἶναι (δηλ. τὴν Καρχηδόνα) Ἀππ. Ἐμφ. 1. 24, πρβλ. Ἀνθ. Π. 9. 103· - μεταφορ., μ. γυναίοις τὴν ἀρχὴν ἀφῆκεν Φιλόστρ. 210, πρβλ. 517.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
brouté par les brebis, abandonné en pâturage aux brebis ; désert.
Étymologie: μῆλον¹, βόσκω.

English (Slater)

μηλόβοτος, -ον
   1 grazed by sheep ὄχθαις ἔπι μηλοβότου ναίεις Ἀκράγαντος ἐύδματον κολώναν (P. 12.2)

Greek Monolingual

μηλόβοτος, -ον (Α)
1. αυτός που βόσκεται από πρόβατα («μηλοβότου Φρυγίας», Αισχύλ.)
2. μτφ. αυτός που τίθεται στη διάθεση ανάξιων προσώπων («μηλόβοτον γυναίοις τὴν ἀρχῆν ἀνῆκεν», Φιλόστρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (II) «πρόβατο» + -βοτος (< βόσκω), πρβλ. αιγί-βοτος, ιππό-βοτος].

Greek Monotonic

μηλόβοτος: -ον, αυτός που τον βόσκουν τα πρόβατα, επίθ. για κτηνοτροφικές περιοχές, σε Πίνδ.