Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μαντίλι

From LSJ
Revision as of 14:51, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135

Greek Monolingual

(Μ μανδήλιον και μανδήλιν και μαντήλιον)
1. τετράγωνο κομμάτι από ύφασμα που φοριέται από γυναίκες στο κεφάλι ή από γυναίκες και άντρες στον λαιμό ως εξάρτημα της αμφίεσης
2. μικρό τετράγωνο ύφασμα για το καθάρισμα του προσώπου, ιδίως της μύτης, χειρομάντιλο
νεοελλ.
φρ. «το 'δεσε μαντίλι» — θεωρεί σίγουρη την υπόσχεση που του δόθηκε
μσν.
1. πετσέτα, προσόψιο χεριών, φαγητού
2. φρ. «ἅγιον μανδήλιον» — το ύφασμα πάνω στο οποίο αποτυπώθηκε, κατά την εκκλησιαστική παράδοση, το πρόσωπο του Ιησού, όταν ο Χριστός πορευόταν προς τον Γολγοθά και ζήτησε να σκουπίσει τον ιδρώτα του. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. mantelium και mantilium. Η γραφή της λ. μαντίλι με -ι αντί -η- ως κανονική απόδοση του λατ. mantilium ή ως απλούστερη γραφή του λατ. mantelium. Η μσν. γραφή με -η- αποτελεί προσπάθεια πιστής μεταγραφής του λατ. ē (mantelium), που δεν δεσμεύει -ως νεώτερη γραφή- την ορθογραφία της λ. (πρβλ. και πρίγκιπας όχι πρίγκηπας, δικτάτορας όχι δικτάτωρας κ.ά.). Η γραφή τών καντηλι / καντήλα (μολονότι από λατ. candela) με -η- διατηρήθηκε διότι ήταν ήδη αρχαία (μεταγενέστερη)].