μηρία

From LSJ
Revision as of 20:48, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Ἔστιν τὸ τολμᾶν, ὦ φίλ', ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → Amice, non sapientis es res temeritasLeichtsinn, mein Freund, passt nicht zu einem weisen Mann

Menander, Monostichoi, 175
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηρία Medium diacritics: μηρία Low diacritics: μηρία Capitals: ΜΗΡΙΑ
Transliteration A: mēría Transliteration B: mēria Transliteration C: miria Beta Code: mhri/a

English (LSJ)

τά (sg. μηρίον only in Posidon.16 J.); in Hom. and Ar. also μῆρα (q. v.):

   A thigh-bones, ἐκ μηρία τάμνον . . κατά τε κνίσῃ ἐκάλυψαν, δίπτυχα ποιήσαντες Od.3.456; ἐπὶ μηρία θέντες Ἀπόλλωνι 21.267, cf. foreg.; εἴ ποτέ τοι κατὰ πίονα μηρί' (i. e. thigh-bones in their fat) ἔκηα Il. 1.40, cf. Od.4.764, al.; πιανθέντα βοῶν ὅ γε μ. καίει Theoc.17.126; but δημὸν καὶ μ. ἔκηα Il.8.240; ἀγλαὰ μ. Hes.Op.337, Thgn.1145; κηκὶς μηρίων S.Ant.1008; τῶν μηρίων ἡ κνῖσα Ar.Av.193, cf. 1517.—On the distinction between μηρία and μηροί, cf. Apollon.Lex. s.v. μηρία, Ammon.Diff.p.161 V., etc.    II = μηροί, thighs, φῦμα μηρίων μεταξύ Archil.136, cf. Bion 1.84; βρέφους Sor.1.100.

Greek (Liddell-Scott)

μηρίᾰ: τά, τὸ ἑν. μηρίον μόνον Ποσειδώνι. παρ’ Ἀθην. 154Β· παρ’ Ὁμ. καὶ Ἀριστοφ. ὡσαύτως μῆρα (ἴδε τὴν λέξ.): ― τὸ ἀπὸ τῶν μηρῶν τῶν θυμάτων ἀποκοπτόμενον μέρος, δηλ. (ἴδε κατωτ.) τὰ ὀστᾶ τῶν μηρῶν ἅπερ κατὰ τὴν ἀρχαίαν συνήθειαν ἀφῄρουν διὰ μαχαίρας (ἐκ μηρία τάμνον), ἐτύλισσον δὲ αὐτὰ ἐντὸς διπλῆς πτυχῆς τοῦ ἐπίπλου (κνίσῃ ἐκάλυψαν, δίπτυχα ποιήσαντες), καὶ ἐπέθετον προσέτι τεμάχια κρέατος ἐπ’ αὐτῶν (ὠμοθέτησαν Ὀδ. Γ. 458, Ἰλ. Α. 461)· ταῦτα δὲ οὕτως ἔχοντα ἐτίθεντο ἐπὶ τοῦ βωμοῦ (ἐπὶ μηρία θέντες Ἀπόλλωνι Ὀδ. Φ. 267, πρβλ. Γ. 179) καὶ ἐκαίοντο (εἴ ποτέ τοι κατὰ πίονα μηρί’ ἔκηα Ἰλ. Α. 40, πρβλ. Ὀδ. Δ. 764, κ. ἀλλ.)· ἐντεῦθεν πίονα μηρία, τὰ μηριαῖα ὀστᾶ μετὰ τοῦ στέατος τοῦ ἐπιπλόου (ἐν Θεοκρ. 17. 126, πιανθέντα· παρ’ Αἰσχύλ. ἐν Πρ. 496, κνίσῃ κῶλα συγκαλυπτά), ἀνθ’ οὗ ἐν Ἰλ. Θ. 240, ὑπάρχει δημὸν καὶ μηρία· οὕτω παρ’ Ἡσ. ἐν Ἔργ. κ. Ἡμ. 335, Θέογν. 1145, ἀγλαὰ μηρία, δύνανται νὰ εἶναι τὰ παχέα τῶν μηρῶν ὀστᾶ, ἐκτὸς ἂν τὸ ἀγλαὸς θεωρηθῇ ἁπλῶς ὡς γενικὸν ἐπίθ.· ἐντεῦθεν καὶ κηκὶς μηρίων Σοφ. Ἀντ. 1008· τῶν μηρίων ἡ κνῖσα Ἀριστοφ. Ὄρν. 193, πρβλ. 1517. Ἡ ἀρχὴ τοῦ ἐθίμου τούτου λέγεται ὅτι εὕρηται ἐν Ἡσ. Θ. 535 κἑξ., 556. ― Ἡ διάκρισις, ἣν ἐποίουν οἱ ἀρχαῖοι Γραμματ. μεταξὺ τοῦ μηρία, τὰ ὀστᾶ τῶν μηρῶν, καὶ τοῦ μηροί, αὐτοὶ οἱ μηροὶ μετὰ τῶν σαρκῶν, κτλ. (ὅρα Ἀπολλων. Λεξ. ἐν λέξ. μηρία, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Α. 40), ὑπεστηρίχθη ὑπὸ τοῦ Voss ἐν Mythol. Briefe, 2. 303-322. Ἀλλ’ ὁ Ἕρμανν. εἰς Σοφ. Ἀντ. 997 (πρβλ. τὸν αὐτὸν εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 496) δὲν παραδέχεται αὐτὴν καὶ λαμβάνει τὸ μηρία ὡς σημαῖνον τεμάχια κοπτόμενα ἐκ τῶν κρεάτων τῶν μηρῶν· καὶ ὁ Nitzsch εἰς Ὀδ. Γ. 456 ἐγκρίνει τὴν γνώμην ταύτην παρατηρῶν ὅτι, ἂν καὶ ὁ Ὅμ. λέγει ἀείποτε μηρία (ἢ μῆρα) καίειν, ὅμωςφράσις: μηροὺς ἐξέταμον, εἶναι ἐπ’ ἴσης ἐν χρήσει ὡς καὶ τό: ἐκ μηρία τάμον, Ἰλ. Α. 460, Β. 423, Ὀδ. Μ. 360· ὁ Εὔβουλ. λέγει, τοῖς θεοῖσι... μηρόν... θύετε, ἐν Ἀδήλ. 18. ΙΙ. = μηροί, τὰ «μηρ~ιά», μόνον ἐν Βίωνι 1. 84.

Greek Monolingual

μηρία, τὰ (Α)
βλ. μερί.

Greek Monotonic

μηρίᾰ: τά (μηρός),
I. κομμάτια κομμένα από τους μηρούς, σε Όμηρ.· ήταν έθιμο να κόβουν και να αφαιρούν τα μηρία (ἐκ μηρία τάμνον), να τα τυλίγουν σε δύο πτυχές από λίπος (κνίσῃἐκάλυψαν, δίπτυχα ποιήσαντες), και να τα καίνε πάνω στο βωμό.
II. = μηροί, μηροί, μπούτια, σε Βίωνα.