μογερός

From LSJ
Revision as of 00:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μογερός Medium diacritics: μογερός Low diacritics: μογερός Capitals: ΜΟΓΕΡΟΣ
Transliteration A: mogerós Transliteration B: mogeros Transliteration C: mogeros Beta Code: mogero/s

English (LSJ)

ά, όν, also ός, όν Nic.Al.419 (

   A v.l. for σμυγερός): poet. Adj. used by Trag. in anap. and lyr. (μόγος, cf. σμογερός):    I of persons, toiling, distressed, wretched, A.Pr.565, Th.827, E.Tr.783, 790, Ar.Ach. 1207; so μ. οἶκοι S.El.93. Adv. -ρῶς Man.1.146.    II of things, toilsome, grievous, κάματοι v.l. in AP7.508 (Emp. or Simon.); ἄχεα E.Med.205; ἀκουαί ear trouble, Marc.Sid.86.

German (Pape)

[Seite 196] mühvoll, mühselig; Tragg. oft, mit δυσδαίμων vrbdn, Aesch. Spt. 809 u. sonst, wie Eur., von Menschen; auch Μοῖρα βαρυδότειρα μογερά, Aesch. Spt. 975; στυγεραὶ εὐναὶ μογερῶν οἴκων, Soph. El. 93; ἄχεα μογερά, Eur. Med. 205; bei Ar. Ach. 1168 dem στυγερός entsprechend; sp. D., wie Maneth. 4, 146, u. öfter in der Anth., σαγηνοβόλοι, Agath. 28 (VI, 167); vgl. Archi. 17 (X, 8).

Greek (Liddell-Scott)

μογερός: -ά, -όν, ὡσαύτως ός, όν, Νικ. Ἀλεξιφ. 419· ποιητ. ἐπίθ. (πρβλ. σμυγερός), Ι. ἐπὶ προσώπων, ὁ κοπιῶν, ὁ τεθλιμμένος, ἄθλιος, δυστυχής, Αἰσχύλ. Πρ. 565, Θήβ. 827, Εὐρ. Τρῳ. 778, 785, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1207· οὕτω, μ. οἶκοι Σοφ. Ἠλ. 93. - Ἐπίρρ. -ρῶς, Μανέθων 1. 146. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, κοπώδης, θλιβερός, βαρύς, ἄχεα Εὐρ. Μήδ. 205.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
I. 1 pénible, fâcheux, triste;
2 malheureux, misérable;
II. qui est une cause de peine.
Étymologie: μόγος.

Greek Monolingual

μογερός, -όν, θηλ. και -ά (Α)
1. (για πρόσωπα) ταλαίπωρος, δυστυχισμένος
2. (για πράγματα) κοπιαστικός, λυπηρός, βαρύς.
επίρρ...
μογερῶς (Α)
με μογερό τρόπο, κοπιαστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόγος «πόνος, ταλαιπωρία» + κατάλ. -ερός (πρβλ. φθόνος: φθονερός)].

Greek Monotonic

μογερός: -ά, -όν (μόγος),·
I. λέγεται για πρόσωπα, αυτός που μοχθεί, εξαθλιωμένος, στους Τραγ.
II. λέγεται για πράγματα, κοπιαστικός, αλγεινός, λυπηρός, σε Ευρ.