νήχομαι

From LSJ
Revision as of 14:45, 14 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

ἀλλὰ τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → why all this about trees and rocks, why all these things we have nothing to do with

Source

Greek Monolingual

νήχομαι και σπαν. το ενεργ. νήχω και δωρ. τ. νάχω)
κολυμπώ, πλέω στο νερό
αρχ.
(η μτχ. ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά νηχόμενα
τα ψάρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. νήχω εμφανίζει ενεστ. επίθημα -χω (πρβλ. ψήχω, τρύχω, σμήχω), που δηλώνει εμφατικά το τέλος της πράξης εκφράζοντας έτσι το ποιόν ενέργειας του ρ. νέω «κολυμπώ» και συνδέεται με αρχ. ινδ. snāti «περιβρέχομαι», λατ. nāre «κολυμπώ», αρχ. ιλρδ. snām «κολυμπώ» κ.λπ. Η αναγωγή του ρ. σε ΙΕ ρίζα snā- «ρέω, υγρασία» και η σύνδεση του με το ρ. νάω «ρέω» δεν θεωρείται πιθανή (βλ. και λ. νέω[Ι])].

Mantoulidis Etymological

(=κολυμπῶ). Ἔχει σχέση μέ τό νάω (=ρέω) καί μέ τό νέω (2. =κολυμπῶ).
Παράγωγα: νηκτήρ νήκτης νήκτωρ (=κολυμβητής), νηκτρίς (θηλ.), νηκτός, νηκτικός, νῆσσα (=πάπια).