πεθερός

From LSJ
Revision as of 15:50, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότεafter taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source

Greek Monolingual

ο, θηλ. πεθερά / πενθερός, θηλ. πενθερά και ιων. τ. πενθερή, ΝΜΑ
ο πατέρας του συζύγου ή της συζύγου σε σχέση με τον γαμπρό ή τη νύφη και η μητέρα του συζύγου ή της συζύγου σε σχέση με τον γαμπρό ή τη νύφη (α. «ο πεθερός και η πεθερά μου μέ αγαπούν όσο και οι γονείς μου» β. «μάλιστα δὲ πενθερὴ αὐτή», Καλλ.
γ. «Περίανδρος ἐστρατεύετο ἐπὶ τὸν πενθερὸν Προκλέα», Ηρόδ.)
νεοελλ.
φρ. «κακιά πεθερά» — λέγεται για γυναίκα φιλόνικη, καβγατζού
αρχ.
1. συγγενής από αγχιστεία, π.χ. ανδράδελφος ή γυναικάδελφος, κουνιάδος, ανδραδέλφη ή γυναικαδέλφη, κουνιάδα («καὶ τὸν λόγῳ σὸν πενθερὸν κομιζέτω», Ευρ.)
2. ο άνδρας της θυγατέρας σε σχέση με τους γονείς της.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο αρχ. τ. πενθ-ερός (πρβλ. τυχερός) ανάγεται σε ΙΕ ρίζα bhendh- «δένω, συνδέω, συνάπτω» (πρβλ. πείσμα [II], φάτνη) και συνδέεται με: λιθουαν. beňdras «συντροφιά», αρχ. ινδ. bandhu- «γονιός, συγγενής» (με επίθημα -u- αντί του ελλ. -ęro, πρβλ. κρατ-ύς / κρατ-ερός) και badhnāti «δένω», γοτθ. bindan «δένω» (πρβλ. γερμ. binden). Η λ. πενθερός, που ουσιαστικά σήμαινε τον συνδεόμενο, αυτόν που δένεται με μια οικογένεια μέσω μιας γυναίκας, τον συγγενή εξ αγχιστείας, στον Όμηρο δήλωνε μόνο τον πατέρα της συζύγου και αργότερα χρησιμοποιήθηκε με τη σημ. της λ. ἑκυρός «ο πατέρας του (ή της) συζύγου» όπως και για να δηλώσει τον γαμπρό «ἐπ' ἀδελφῇ» ή «ἐπί θυγατρί». Ο νεοελλ. τ., τέλος, πεθερός (< αρχ. πενθερός με σίγηση του -ν-) δηλώνει αποκλειστικά τον πατέρα του (ή της) συζύγου].