οὐρία

From LSJ
Revision as of 12:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὐρία Medium diacritics: οὐρία Low diacritics: ουρία Capitals: ΟΥΡΙΑ
Transliteration A: ouría Transliteration B: ouria Transliteration C: ouria Beta Code: ou)ri/a

English (LSJ)

ἡ,

   A v. οὔριος 11.2.
οὐρία, ἡ,

   A a water-bird, Alex.Mynd. ap. Ath.9.395e.

German (Pape)

[Seite 418] ἡ, = οὖρος, s. οὔριος. ἡ, ein Wasservogel, Ath. IX, 395 e.

Greek (Liddell-Scott)

οὐρία: ἡ, ἴδε ἐν λ. οὔριος ΙΙ. 2.

Greek Monolingual

(I)
οὐρία, ἡ (Α)
βλ. ούριος (Ι).———————— (II)
η (Α οὐρία)
το πτηνό ούρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με το ρ. ουρώ].———————— (III)
η
(βιοχ.-χημ.) αζωτούχα οργανική ένωση, διαμίδιο του ανθρακικού οξέος που αποτελεί το κύριο αζωτούχο προϊόν του καταβολισμού τών πρωτεϊνών στα θηλαστικά και σε ορισμένους ιχθύς και εμφανίζεται στα ούρα, στο αίμα, στη χολή, στο γάλα και στον ιδρώτα, αλλ. καρβαμίδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. uree (< λατ. urina «ούρο», βλ. λ. ουρώ). Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Τ. Ε. Δρακούλη].

Greek Monolingual

η
ζωολ. γένος χαραδριόμορφων πτηνών στο οποίο ανήκουν ασπρόμαυρα θαλασσοπούλια που φωλιάζουν κατά σμήνη σε απότομους βράχους.