οχεύς

From LSJ
Revision as of 09:15, 13 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑς" to "εῖς")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὅτι μέντοι καὶ ἡ χρῆσις τῶν τρόπων, ὥσπερ τἆλλα πάντα καλὰ ἐν λόγοις, προαγωγὸν ἀεὶ πρὸς τὸ ἄμετρον, δῆλον ἤδη, κἂν ἐγὼ μὴ λέγωhowever, it is also obvious, even without my saying so, that the use of figures of speech, like other literary adornments, is something that has always tempted toward excess

Source

Greek Monolingual

ο (Α ὀχεύς, -έως και επικ. τ. -ῆος)
καθετί που χρησιμεύει για να συγκρατείται ή να στερεώνεται κάτι
αρχ.
1. ταινία, ιμάντας που συνέχει και συσφίγγει την περικεφαλαία κάτω από το σαγόνι
2. μοχλός ασφάλειας στο εσωτερικό πόρτας, σύρτης
3. στον πληθ. οἱ ὀχεῖς
α) οι πόρπες που συγκρατούν τον ζωστήρα
β) κοχλίες που συγκρατούν τους αγκώνες πολεμικής μηχανής
γ) οι οίακες τών πλοίων
4. λαβή ασπίδας, όχανον
5. άξονας τροχού
6. φρ. «ὀχῆες τῆς ὑστέρης» — τα νεύρα της μήτρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα ὀχ του ἔχω (Ι) + κατάλ. -εύς].