παρεκχέω

From LSJ
Revision as of 00:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

λιμῷ ὅσαπερ ὄψῳ διαχρῆσθε → hunger is a good sauce, hunger is the best pickle, hunger is the best sauce, hunger is the best seasoning, hunger is the best spice

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρεκχέω Medium diacritics: παρεκχέω Low diacritics: παρεκχέω Capitals: ΠΑΡΕΚΧΕΩ
Transliteration A: parekchéō Transliteration B: parekcheō Transliteration C: parekcheo Beta Code: parekxe/w

English (LSJ)

   A pour out by degrees, ἔκ τινος εἴς τι κατὰ σταγόνα S.E.M.7.90 :—Pass., Gal. 18(2).447 ; of rivers and lakes, overflow, Str.16.2.33, D.S.5.47 ; also π. εἰς πιμελώδη ὄγκον become obese, Sor.1.32.

German (Pape)

[Seite 514] (s. χέω), daneben od. auf die Seite ausgießen, ἐκ θατέρου εἰς θάτερον κατὰ σταγόνα, S. Emp. adv. math. 7, 90; im pass. sich daneben ergießen, austreten, z. B. vom Nil, Strab. XVI, 760; τὸ ῥεῦμα παρεκχυθέν, D. Sic. 5, 47.

Greek (Liddell-Scott)

παρεκχέω: μέλλ. -χεῶ, ἐκχύνω βαθμηδόν, ἔκ τινος εἴς τι Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 90. - Παθ., ἐπὶ ποταμῶν καὶ λιμνῶν, ἐκχειλίζω, Στράβ. 760, Ἡρόδ. 5. 47.

French (Bailly abrégé)

épancher auprès, de côté ou au delà ; Pass. s’épancher auprès, déborder (fleuve).
Étymologie: παρά, ἐκχέω.

Greek Monolingual

Α εκχέω
1. εκχέω, χύνω λίγο λίγο
2. μέσ.
παρεκχέομαι
(για ποταμούς και λίμνες) εκχειλίζω, ξεχειλίζω, πλημμυρίζω
3. ιατρ. γίνομαι παχύς, παχύσαρκος.

Greek Monotonic

παρεκχέω: μέλ. -χεῶ, χύνω βαθμηδόν — Παθ., λέγεται για ποτάμια και λίμνες, υπερχειλίζω, σε Στράβ.