περίλυπος
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
English (LSJ)
ον,
A very sad, deeply grieved, Hp.Acut.42 ; opp. περιχαρής, Isoc.1.42, Arist.EN 1124a16; στυγνὸς καὶ π. Demad.17, cf. LXX Ge.4.6, al.
German (Pape)
[Seite 582] sehr traurig; Isocr. 1, 42; Plut. Thes. 26 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
περίλῡπος: -ον, ὡς καὶ νῦν, ὁ σφόδρα λελυπημένος, ὁ λίαν τεθλιμμένος, Ἱππ. 390. 53, Ἰσοκρ. 11Β, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 3, 18.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
très triste, affligé.
Étymologie: περί, λύπη.
English (Strong)
from περί and λύπη; grieved all around, i.e. intensely sad: exceeding (very) sorry(-owful).
English (Thayer)
περίλυπον (περί and λύπη, and so properly, 'encompassed with grief' (cf. περί, III:3)), very sad, exceedingly sorrowful: T WH omit; Tr brackets the clause). (Isocrates, Aristotle, others.)
Greek Monolingual
-η, -ο / περίλυπος, -ον, ΝΜΑ
βαθιά λυπημένος («περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -λυπος (< λύπη), πρβλ. κατά-λυπος)].