πιστώνω
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
Greek Monolingual
πιστῶ, -όω, ΝΑ πιστός
νεοελλ.
1. δίνω σε κάποιον χρήματα ή του προμηθεύω εμπορεύματα επί πιστώσει, ανοίγω πίστωση σε κάποιον
2. καταχωρίζω στα λογιστικά βιβλία της επιχείρησης και σε όφελος του προσωπικού λογαριασμού κάποιου χρηματικό ποσό οφειλόμενο στον πελάτη αυτόν από την επιχείρηση που ενεργεί την πίστωση
αρχ.
1. καθιστώ κάποιον αξιόπιστο με όρκους («πιστώσαντες αὐτὸν τοῑς ὅρκοις», Θουκ.)
2. έχω την πεποίθηση, πιστεύω
3. πιστοποιώ, επιβεβαιώνω κάτι, εγγυώμαι για κάτι
4. μέσ. πιστοῦμαι, -οομαι
(για συμβαλλομένους) ανταλλάσσω διαβεβαιώσεις («χεῑρός τ' ἀλλήλων λαβέτην καὶ πιστώσαντο», Ομ. Ιλ.)
5. παθ. καθίσταμαι, γίνομαι αξιόπιστος, παρέχω εγγύηση ή βεβαίωση
6. φρ. α) «ὅρκῳ πιστοῦμαί τινι» — δεσμεύομαι απέναντι σε κάποιον με όρκο
β) «πιστοῦμαί τινα ὑφ' ὅρκου» — εξασφαλίζω την εντιμότητα ή την ειλικρίνεια κάποιου με όρκο
γ) «πιστοῦμαί τι» — έχω πεποίθηση, πιστεύω σε κάτι.