πρεσβυτικός

From LSJ
Revision as of 20:48, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρεσβϋτικός Medium diacritics: πρεσβυτικός Low diacritics: πρεσβυτικός Capitals: ΠΡΕΣΒΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: presbytikós Transliteration B: presbytikos Transliteration C: presvytikos Beta Code: presbu+tiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A like an old man, elderly, ὄχλος Ar. Pl.787; κακὰ π. the evils of age, ib.270, cf. Ael.VH2.34 (vulg. πρεσβυτιδίου) ; ἕλκη Dsc.Eup.1.172; ἄδουσαι μέλος π. Ar.Ec.278; παιδιά Pl.Lg.685a; οἱ στρυφνοὶ καὶ π. Arist.EN1158a2; ἀρχαῖον λίαν καὶ π. Plu.Fab.25: Comp., εἴ τι περιεργότερον καὶ πρεσβυτικώτερον εἰρήκαμεν Isoc.Ep.4.13. Adv. -κῶς Plu.Thes.14.    II πρεσβυτικόν, τό, hall of the elders, senate-house, Milet.7.60 (Didyma), Sardis7(1).8.72.

German (Pape)

[Seite 699] greisenhaft, alt; Ar. Plut. 270. 787; Plat. Legg. III, 685 a; oft bei Luc. u. Plut.; auch adv. πρεσβυτικῶς, Plut. Thes. 14.

Greek (Liddell-Scott)

πρεσβῡτικός: -ή, -όν, ὅμοιος πρὸς πρεσβύτην, ἀνήκων εἰς πρεσβύτην, γεροντικός, Λατ. senilis, ὄχλος Ἀριστοφ. Πλ. 787· κακὰ πρ., τὰ κακὰ τῆς πρεσβυτικῆς ἡλικίας, αὐτόθι 270, πρβλ. Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 2. 34 (ἔνθα κοινῶς πρεσβυτιδίου) πρ. παιδιὰ Πλάτ. Νόμ. 685Α, κτλ.· οἱ στρυφνοὶ καὶ πρ. Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 8. 6, 1. 2) ἀπηρχαιωμένος, ἀρχαϊκός, ᾄδειν πρ. τι Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 278· περιεργότερον καὶ πρ. Ἰσοκρ. 416Α· ἀρχαῖον λίαν καὶ πρ. Πλουτ. Φάβ. 25. Ἐπίρρ. -κῶς, Πλουτ. Θησ. 14.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
I. qui concerne les vieillards, d’où
1 de vieillard;
2 composé de vieillards en parl. d’une foule;
II. vieux, ancien.
Étymologie: πρεσβύτης.

Greek Monolingual

-ή, -ό / πρεσβυτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ πρεσβύτης
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πρεσβύτη, γεροντικός (α. «πρεσβυτική άνοια» β. «πρεσβυτικῶν κακῶν» — τα κακά της πρεσβυτικής ηλικίας, Αριστοφ.)
αρχ.
1. απαρχαιωμένος, παλιός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πρεσβυτικόν
οίκημα, ίδρυμα στο οποίο συνέρχονταν οι γερουσιαστές.
επίρρ...
πρεσβυτικώς / πρεσβυτικῶς ΝΜΑ
κατά τρόπο πρεσβυτικό.

Greek Monotonic

πρεσβῡτικός: -ή, -όν,·
1. αυτός που μοιάζει με μεγάλο άνθρωπο, ηλικιωμένος, Λατ. senilis, ὄχλος, σε Αριστοφ.· κακὰ πρεσβυτικά, τα κακά της προχωρημένης ηλικίας, στον ίδ.
2. απαρχαιωμένος, αρχαΐζων, στον ίδ.· επίρρ. -κῶς, σε Πλούτ.