πρίσις

From LSJ
Revision as of 14:50, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κατηγορεῖν οὐκ ἔστι καὶ κρίνειν ὁμοῦ → Iudex et accusator esse idem nequit → Wer anklagt, darf nicht auch noch Richter sein zugleich

Menander, Monostichoi, 287

German (Pape)

[Seite 702] ἡ, das Sägen, Arist. partt. an. 1, 5 g. E.; – ὀδόντων, das Knirschen mit den Zähnen, Plut. de cohib. ira 10; auch in gewissen Krankheiten vorkommend, Hippocr.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de faire grincer : ὀδόντων PLUT grincements de dents.
Étymologie: πρίω.

Greek Monolingual

-ίσεως, ἡ, Α πρίω
1. η ενέργεια του πρίω, πριόνισμα
2. (στη χειρουργική) διάτρηση με πριονοειδές τρύπανο
3. φρ. «πρῖσις ὀδόντων» — τριγμός, τρίξιμο τών δοντιών από οργή ή ως σύμπτωμα νόσου.