πυρηνώδης
From LSJ
τότε λαλήσει πρὸς αὐτοὺς ἐν ὀργῇ αὐτοῦ καὶ ἐν τῷ θυμῷ αὐτοῦ ταράξει αὐτούς → then shall he speak to them in his anger, and trouble them in his fury
English (LSJ)
ες,
A like a fruit-stone, σπέρματα Thphr.HP1.11.3, al.; ὀφθαλμοί dub. in Arist.HA568a1.
German (Pape)
[Seite 821] ες, = πυρηνοειδής; καρπός, eine Frucht mit hartem Kerne, Ggstz ἀπύρηνος, Arist. H. A. 6, 13 u. Theophr.
Greek Monolingual
-ες / πυρηνώδης, -ῶδες, ΝΑ πυρήν, -ῆνος]
ο όμοιος με πυρήνα καρπού, πυρηνοείδής
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το πυρηνώδες
βοτ. άλλη ονομασία για το πυρηνοειδές
αρχ.
1. μτφ. (για τα μάτια) άχαρος («πυρηνώδεις οφθαλμοί», Αριστοτ.).
Russian (Dvoretsky)
πῡρηνώδης: косточковый (καρπός Arst.).