σιαγόνα

From LSJ
Revision as of 10:18, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{...)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ταράσσει τοὺς ἀνθρώπους οὐ τὰ πράγματα, ἀλλὰ τὰ περὶ τῶν πραγμάτων δόγματα → what disturbs people is not what happens, but their view of what happens | it is not the things themselves that disturb men, but their judgements about these things

Source

Greek Monolingual

η / σιαγών, -όνος, ΝΜΑ, και σε πάπ. σεαγών και συαγών, και ιων. τ. σιηγών, Α
καθένα από τα οστά του προσώπου που σχηματίζουν το στόμα και φέρουν τα δόντια, η γνάθος, το σαγόνι
νεοελλ.
1. τεχνολ. τα κινητά μέρη σφιγκτήρα, τανάλιας ή λαβίδας που πιάνουν και σφίγγουν τα προς κατεργασία αντικείμενα
2. (κατ' επέκτ.) το πιγούνι
μσν.-αρχ.
η παρειά, το μάγουλοὅστις σὲ ραπίσει ἐπὶ τὴν δεξιὰν σιαγόνα», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων, που τελικά αντικαταστάθηκε από την λ. γνάθος. Η λ. εμφανίζει επίθημα -ων τών ονομασιών τών μελών του σώματος (πρβλ. ἀγκών, λαγών, πυγών) και συνδέεται πιθ. με τους εκφραστικούς σχηματισμούς ψίω «τρέφω, ταΐζω», ψίομαι «μασώ», ενώ αμφίβολη θεωρείται η σύνδεσή της με τους τ. που παραδίδει ο Ησύχ. ψιάζει και ψίακα. Για την εναλλαγή ψ / σ, που κατά μία άποψη οφείλεται σε απλοποίηση, πρβλ. ψαυκρόν: σαυκρόν, ψελλίζομαι: σελλίζομαι, ψώχω: σώχω.