Σίβυλλα

From LSJ
Revision as of 01:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Σίβυλλα Medium diacritics: Σίβυλλα Low diacritics: Σίβυλλα Capitals: ΣΙΒΥΛΛΑ
Transliteration A: Síbylla Transliteration B: Sibylla Transliteration C: Sivylla Beta Code: *si/bulla

English (LSJ)

[ῐ], ἡ, Sibyl, Heraclit.92, Ar.Pax 1095,1116, Pl.Phdr. 244b. Early writers only recognize

   A one Sibyl (Σίβυλλαι καὶ Βάκιδες, Arist.Pr.954a36, is no exception), first localized at Erythrae or Cumae, Id.Mir.838a6; later, others are mentioned, cf. Str.14.1.34, Paus.10.12.1 sqq., Sch.Pl.l.c., Buresch Klaros p.120. [Σίβιλλα IG22.1534.85 (iv B.C.).]

German (Pape)

[Seite 877] ἡ, die Sibylle, s. nom. pr.

Greek (Liddell-Scott)

Σίβυλλα: ἡ, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1095, 1116, Πλάτ. Φαῖδρ. 244Β. ― Κατὰ τὸν Ἱερών. (πρὸς Ἰοβ. 41) ἀντὶ Θεοβούλη (Δωρικ. Σιο-βόλλα), ἡ ἀγγέλλουσα τὴν βουλὴν τοῦ Θεοῦ, προφῆτις. Οἱ παλαιότεροι ἀναγνωρίζουσι μόνον μίαν Σίβυλλαν (ἐπειδὴ τὸ Σίβυλλαι καὶ Βάκιδες, Ἀριστ. Πρβλ. 30. 1, 19, προδήλως δὲν δύνανται νὰ θεωρηθῇ ὡς ἐξαίρεσις). Ὡς τόπος αὐτῆς ὡρίζοντο αἱ Ἐρυθραὶ ἢ ἡ Κύμη, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 95, Σχόλ. εἰς Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ.· βραδύτερον γίνεται λόγος περὶ πολλῶν Σιβυλλῶν, οὕτως ἡ Δελφική, ἡ Σαμία, κτλ., πρβλ. Σαλμάσ. εἰς Σολιν. σ. 75 κἑξ., Ἀλεξάνδρου Χρησμ. Σιβυλλ. Ἐκδρ. 1, σ. 98 κἑξ. ― Ἐν. Ἀττ. Ἐπιγρ. ἀπὸ τοῦ 320 π. Χ. φέρεται καὶ Σίβιλλα. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σελ. 61.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και Σίβιλλα Α
(στην αρχαιότητα) γυναίκα η οποία σε κατάσταση έκστασης προέλεγε, κατά τρόπο αυθόρμητο και χωρίς να ερωτηθεί, όσα επρόκειτο να συμβούν στο μέλλον («απ' τών Ρωμαίων τα ιερά... οι Σίβυλλες / σπαράζανε στον τρίποδα να πούνε ένα χρησμό», Άγγ. Σικελιανός)
νεοελλ.
μτφ. άτομο μυστηριώδες, αινιγματικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].

Greek Monotonic

Σίβυλλα: ἡ, Σίβυλλα, προφήτης που ανήγγελλε ή διερμήνευε τη βούληση των θεών· έδρα της θεωρούντο οι Ερυθραί ή η Κύμη, σε Αριστοφ., Πλάτ. (αμφίβ. προέλ.).