στόνυξ

From LSJ
Revision as of 01:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στόνυξ Medium diacritics: στόνυξ Low diacritics: στόνυξ Capitals: ΣΤΟΝΥΞ
Transliteration A: stónyx Transliteration B: stonyx Transliteration C: stonyks Beta Code: sto/nuc

English (LSJ)

ῠχος, ὁ,

   A sharp point (prop. spear-point acc. to Sch.A.R.4.1679), as of a rock, πρὸς ὀξὺν στόνυχα πετραίου λίθου E.Cyc.401 (restd. for γ' ὄνυχα); πετραίῳ στόνυχι A.R.4.1679; νησιωτικὸς σ., Πάχυνος Lyc.1181; Οἰταῖος σ., of the boar's tusk, Id.486; λοίγιος σ., of the barb of the fish τρυγών, Id.795; στονύχεσσι λεόντων fangs, Opp.C. 3.232; συλόνυχας στόνυχας nail-removing prongs, i.e. nail-scissors, AP6.307 (Phan.).

German (Pape)

[Seite 949] υχος, ὁ, wie ὄνυξ, die scharfe Spitze der Nägel oder Krallen, Hesych.; übh. Spitze, Schneide; Lycophr. 795; bes. ein scharfes, schneidendes Werkzeug, τοὺς συλόνυχας στόνυχας, Phani. 6 (VI, 307), Nagelscheere; von Bergen, Ap. Rh. 4, 1679 u. Lycophr.

Greek (Liddell-Scott)

στόνυξ: -ῠχος, ὁ, πᾶσα ὀξεῖα ἄκρα, οἷον ὀξὺ ἄκρον βράχου, πρὸς ὀξὺν στόνυχα πετραίου λίθου Εὐρ. Κύκλ. 401· πετραίῳ στόνυχι Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1679· νησιωτικὸς στ., Πάχυνος Λυκόφρ. 1181· Οὐταῖος στ., ὁ χαυλιόδους ἀγριοχοίρου, Λυκόφρ. 486· λοίγιος στ., τὸ κέντρον τοῦ ἰχθύος τοῦ καλουμένου τρυγών, ὁ αὐτ. 795· ἐπὶ τῶν ὀνύχων ζῴου σαρκοβόρου καὶ ἁρπακτικοῦ, Ὀππ. Κυν. 3. 232· κονδυλομάχαιρον, τοὺς συλόνυχας στόνυχας Ἀνθ. Π. 6. 307. - Πρβλ. σπόρθυγξ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «στόνυχες· τὰ εἰς ὀξὺ λήγουσα, καὶ τὰ ἄκρα τῶν ὀνύχων», καὶ «στόνυξι· κέρασι».

French (Bailly abrégé)

υχος (ὁ) :
1 extrémité des ongles ou des griffes;
2 p. ext. pointe ou tranchant en gén. d’une pierre, d’un rocher ; particul. οἱ στόνυχες ciseaux.
Étymologie: στενός, ὄνυξ.

Greek Monolingual

-υχος, ὁ, Α
1. οξύ άκρο βράχου («πρὸς ὁξὺν στόνυχα πετραίου λίθου», Ευρ.)
2. κοφτερό ψαλιδάκι για τα νύχια
3. στον πληθ. οἱ στόνυχες
τα γαμψά, δυνατά νύχια («στονύχεσσι λεόντων», Οππ.)
4. φρ. α) «Οἰταῑος στόνυξ» — ο χαυλιόδοντας του αγριογούρουνου
β) «λοίγιος στόνυξ» — το κεντρί του ψαριού τρυγών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. έχει σχηματιστεί με συμφυρμό από τη λ. ὄνυξ, -υχος «νύχι» και έναν τ. που ανήκει στην οικογένεια τών στάχυς και στόχος].

Greek Monotonic

στόνυξ: -ῠχος, ὁ, κάθε αιχμηρό άκρο, όπως αυτό του βράχου, κόψη, σε Ευρ.· σουγιάς, σουβλί, σε Ανθ. (άγν. προέλ.).