τεσσαράκοντα
ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook
English (LSJ)
[ρᾰ], Att. τεττᾰράκοντα IG22.334.23; Ion. τεσσεράκοντα (q.v.); Sicilian Ionic tetra/ϟonta Supp.Epigr.4.64 (vi B.C.); Dor. τετρώκοντα Tab.Heracl.1.20, al., SIG241.67 (Delph., iv B.C.), IG5(2).357.16 (Stymphalus, iii B.C.), 9(1).880.15 (Corc.), cf. τετρωκοντάλιτρος and
A v. τεσσαρακοστός; once Dor. τεταράκοντα IG4.823.63 (Troezen); Boeot. πετταράκοντα (q.v.): οἱ, αἱ, τά, indecl.:—forty, Il.2.524, etc. II οἱ τ. the Forty, a body of justices who went round the Attic demes to hear all causes up to ten drachmae, Isoc. 15.237; also cases of assault, D.37.33: changed from Thirty to Forty after the expulsion of the Thirty Tyrants, Arist.Ath.53.1.
German (Pape)
[Seite 1095] att. τετταράκοντα, οἱ, αἱ, τά, indecl., vierzig, Hom. u. Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
τεσσᾰράκοντα: [ρᾰ], Ἀττ. τεττᾰράκοντα, Ἰων. τεσσεράκοντα, οἱ, αἱ, τά, ἄκλιτ.· (τέσσαρες)· ― ὡς καὶ νῦν, τεσσαράκοντα, κοινῶς «σαράντα», Ὅμ., κλπ.· ― ὑπάρχει καὶ Δωρικ. τύπος τετρώκοντα ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1690. 16., 1907. 15, κ. ἀλλ., ἴδε Ahrens D. D. σελ. 280, καὶ πρβλ. τεσσαρακοστός· Βοιωτ. πετταράκοντα Συλλ. Ἐπιγρ. 1569 51. ΙΙ. οἱ τεσσαράκοντα, δικασταὶ περιερχόμενοι τοὺς Ἀττικοὺς δήμους καὶ δικάζοντες πᾶσαν δίκην μέχρι δέκα δραχμῶν, Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 237· ὡσαύτως καὶ ἐγκλήματα ὕβρεως, Δημ. 976. 8· καλούμενοι καὶ δικασταὶ κατὰ δήμους ὁ αὐτ. 735. 10· ἐγένοντο δὲ ἀπὸ τριάκοντα εἰς τεσσαράκοντα μετὰ τὴν ἔξωσιν τῶν τριάκοντα Τυράννων, Πολυδ. Η΄, 100.
French (Bailly abrégé)
numéral indécl.
quarante.
Étymologie: τέσσαρες, -κοντα.
English (Autenrieth)
English (Slater)
τεσσᾰρᾰκοντα
1 forty ἐν τεσσαράκοντα γὰρ πετόντεσσιν ἁνιόχοις (P. 5.49) τεσσαράκοντα καὶ ὀκτὼ παρθένοισι (P. 9.113)
English (Strong)
the decade of τέσσαρες; forty: forty.
Greek Monolingual
οι, τα / τεσσαράκοντα, οἱ, αἱ, τὰ, ΝΜΑ, και αττ. τ. τετταράκοντα και ιων. τ. τεσσεράκοντα και σικελιωτ. ιων. τετράοοντα και δωρ. τ. τετρώκοντα και τεταράκοντα και βοιωτ. τ. πετταράκοντα Α
άκλ. (απόλ. αριθμ.)
1. σαράντα
2. παροιμ. φρ. «παρά μίαν τεσσαράκοντα»
i) (στην ΚΔ) η πιο ντροπιαστική τιμωρία που εφάρμοζαν οι Ιουδαίοι και που ήταν, ως ανώτατο όριο, 39 μαστιγώσεις
ii) (σήμερα) σκληρή σωματική τιμωρία
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὰ τεσσαράκοντα
μνημοσύνη λειτουργία που τελούσαν σαράντα ημέρες μετά τον θάνατο ενός προσώπου, τα σαράντα
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. οἱ τεσσαράκοντα
(αττ. δίκ.) δικαστές που περιέρχονταν τους δήμους της Αττικής και οι οποίοι δίκαζαν κάθε υπόθεση για την οποία επιβάλλονταν χρηματικό πρόστιμο μέχρι δέκα δραχμές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέσσαρες, -α / τέσσερες / πέτταρες + -κοντα (που ανάγεται σε ΙΕ τ. dkomt «δεκάδα», πρβλ. πεντ-ή-κοντα, τριά-κοντα). Ο τ. τετρά-κοντα έχει σχηματιστεί με α' συνθετικό τετρα- (βλ. λ. τέσσερεις) ενώ ο δωρ. τ. τετρώ-κοντα εμφανίζει συνεσταλμένη βαθμίδα με μακρό ημίφωνο: kwetr- > -ρω- (πρβλ. λατ. quadrā-ginta)].
Greek Monotonic
τεσσᾰράκοντα: [ᾱ], Αττ. τεττᾰράκοντα, Ιων. τεσσεράκοντα, οἱ, αἱ, τά,
I. άκλιτα (τέσσαρες)· σαράντα, σε Όμηρ. κ.λπ.
II. οἱ τεσσαράκοντα, οι Σαράντα, δικαστές που περιδιάβαιναν τους Αττικούς δήμους και αναλάμβαναν κάθε δίκη με αντικείμενο εγκλήματα εξύβρισης και διαφορές όχι ανώτερες των δέκα δραχμών, σε Δημ.