ὑβρίς
Χριστῷ συνεσταύρωμαι· ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός· ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ → I've been nailed to the cross with the Anointed One. But I live, no longer as me; it's the Anointed One who lives in me! The life that I'm now living in the flesh, I'm living in the Faith of the son of God, who loved me and gave himself over for my sake. (Galatians 2:20)
English (LSJ)
ίδος, ἡ, a night bird of prey, perh.
A the great eagle owl, Strix bubo, Arist.HA615b10.
German (Pape)
[Seite 1169] ίδος, ἡ, ein nächtlicher Raubvogel, Arist. H. A. 9, 12.
Greek (Liddell-Scott)
ὑβρίς: -ίδος, ἡ, νυκτερινὸν σαρκοβόρον πτηνόν, ἴσως ὁ ὦτος, κοινῶς «μποῦφος», Strix bubo, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 12, 5.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
1 sorte d’oiseau aquatique, appelé aussi πτύγξ;
2 rapace nocturne, pê le grand-duc.
Étymologie: DELG ὕβρις.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Α
νυκτερινό σαρκοφάγο όρνεο, πιθανώς ο βύας ο μέγας, κν. γνωστός σήμερα ως μπούφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕβρις, με καταβιβασμό του τόνου, πιθ. κατά το ἀηδον-ίς].
Russian (Dvoretsky)
ὑβρίς: ίδος ἡ гибрида (ночная хищная птица) Arst.