φάττος
From LSJ
ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving
English (LSJ)
A v. φάσσα.
German (Pape)
[Seite 1259] ὁ, bildet Luc. Soloec. 7 als masc. zu φάσσα, um περιστερός zu tadeln.
Greek Monolingual
ὁ, Α
αρσ. τ. του φάττα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. της λ. φάττα / φάσσα με αλλαγή γένους κατά τα αρσ.].
Russian (Dvoretsky)
φάττος: ὁ голубь (Luc. - как «лжеаттическое» слово).