ἀπογιγνώσκω

From LSJ
Revision as of 10:48, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_23)

ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπογιγνώσκω Medium diacritics: ἀπογιγνώσκω Low diacritics: απογιγνώσκω Capitals: ΑΠΟΓΙΓΝΩΣΚΩ
Transliteration A: apogignṓskō Transliteration B: apogignōskō Transliteration C: apogignosko Beta Code: a)pogignw/skw

English (LSJ)

Ion. and later Att. ἀπογῑνώσκω, fut. -γνώσομαι:—

   A depart from a judgement, give up a design or intention of doing, τοῦ μάχεσθαι X.An.1.7.19, cf. Plb.1.29.5, etc.; ἀ. τὸ κατὰ γῆν πορεύεσθαι X.HG7.5.7; ἀ. διώκειν Plu.Ant.34, cf. Thes.6; ἀ. μὴ βοηθεῖν resolve not to help, D.15.9, cf.IG22.457.30: c.gen., give up a notion, Simp. in Ph.610.9.    II c. gen. rei, despair of, τῆς ἐλενθερίας Lys.2.46; οὐδενὸς χρὴ πράγματος ὅλως ἀπογνῶναι Men.131; ὡς ἀνιάτων D.Chr.32.97; ὑπὲρ σφῶν Jul.Or.2.61c: abs., despair, D.4.42 (where some codd. supply ἑαυτῶν), Babr.43.18: c. fut. inf., αἱρήσειν ἀ. Arr. An.3.20.3; ἀκούσεσθαι Luc.Icar.10: c. aor. inf., τὴν πόλιν ἀπέγνω ἑλεῖν Arr.An.1.5.8, cf. D.Chr.32.9.    2 c.acc., give up as hopeless or desperate, τὴν σωτηρίαν Arist.EN1115b2; τὰς πρεσβείας Plb.5.1.5, al.; τὰς ἐλπίδας Id.2.35.1; ἀ. τι ἀπὸ τῶν παρόντων App.Hisp.37; ἀρετῆς ἀκρίβειαν Porph.Antr.36; ἀ. αὑτόν Plb.21.26.14:—Pass., to be given up, τὰ παρ' ὑμῶν D.19.54; ἐλπίς D.H.5.15; ἐλευθερία Luc. Tyr.6; ἀπεγνωσμέναι ἐλπίδες forlorn hopes, Plb.30.8.3; ἐπιβουλὴ -μένη Hdn.4.4.3; ἀπεγνωσμένοι ἄνθρωποι desperate men, Id.1.16.4 (but ἄνθρωποι ἀπεγνωκότες Plu.Alex. 16); ὑπὸ τῶν ἰατρῶν ἀ. to be despaired of .., Id.Per.13. Adv. ἀπεγνωσμένως in despair, Id.Nic.21.    b renounce, reject, τι Hp.Medic.4, cf.D.3.33; τινάς Id.6.16, cf. D.C.73.15; φιλίαν Iamb.VP22.102.    III as law-term, refuse to receive an accusation, reject, γραφήν, ἔνδειξιν, D.22.39,58.17:hence,    2 ἀ. τινός (sc. δίκην vel γραφήν) reject the charge brought against a man, i.e. acquit him, opp. καταγιγνώσκειν τινός, Id.40.39, cf. Aeschin.2.6, etc.; ἀ. τί τινος Is.5.34: c. inf., ἀ. τινὸς μὴ ἀδικεῖν acquit him of wrong, Lys.1.34; also οὐκ ἀπέγνω τῆς δίκης D.34.21.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπογιγνώσκω: Ἰων. καὶ παρὰ μεταγ. Ἀττ. -γῑνώσκω: μέλλ. - γνώσομαι: - ἐγκαταλείπω σχέδιόν τι ἢ τὸν σκοπὸν τοῦ νὰ πράξω τι ἐπεὶ δ’ ἐπὶ τῇ τάφρω οὐκ ἐκώλυε βασιλεὺς τὸ Κύρου στράτευμα διαβαίνειν, ἔδοξε καὶ Κύρῳ καὶ τοῖς ἄλλοις ἀπεγνωκέναι τοῦ μάχεσθαι (διάφ. γραφ. τὸ μάχεσθαι) Ξεν. Ἀν. 1. 7. 19, πρβλ. Πολύβ. 1. 29, 5, κτλ.· ἀπ. τὸ πορεύεσθαι Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 7· ἀπ. διώκειν Πλουτ. Ἀντών. 34· πρβλ. Θησ. 6· ἀπ. μὴ βοηθεῖν, ἀποφασίζω νὰ μὴν βοηθήσω, Δημ. 193. 5. ΙΙ. Μετὰ γεν. πράγμ., ἀπελπίζω, εὑρίσκομαι ἐν ἀπογνώσει, χάνω πᾶσαν ἐλπίδα, τῆς ἐλευθερίας Λυσ. 195. 7· οὐδενὸς χρὴ πράγματος τὸν εὖ πονοῦνθ’ ὅλως ἀπογνῶναί ποτὲ Μένανδ. ἐν «Δυσκόλῳ» 5: - ἀπολ., εἶμαι ἐν ἀπογνώσει, ἐν ἀπελπισμῷ, Δημ. 37. 28., 52. 16 (ἔνθα τινὰ τῶν χειρογράφων ἔχουσι τὴν προσθήκην ἑαυτῶν), Βαβρ., 43. 18· καὶ μετ’ ἀπαρ., αἱρήσειν ἀπ. Ἀρρ. Ἀν. 3. 20, 3 Λουκ., κλ. 2) μετ’ αἰτ., ἐγκαταλείπω τι ὡς ἀπεγνωσμένον, χάνω πᾶσαν ἐλπίδα περὶ αὐτοῦ, οἱ μὲν γὰρ ἀπεγνώκασι τὴν σωτηρίαν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 6, 11· τὰς πρεσβείας Πολύβ. 5. 1, 5, κ. ἀλλ.· τὴν ἐλπίδα, τὴν πίστιν, κτλ., ὁ αὐτ. 2. 35, 1, κτλ.· ἀπ. τι ἀπὸ τῶν παρόντων Ἀππ. Ἱσπ 37: οὕτω μετ’ αἰτ. προσ., Δημ. 69 ἐν τέλ.· ἀπ. αὑτὸν Πολύβ. 22. 9, 14: - Παθ., εἶμαι ἀπεγνωσμένος ὥστε πανταχῇ τὰ παρ’ ὑμῶν ἀπογνωσθῆναι Δημ. 358. 13· ἐλπὶς Διον. Ἁλ. 5. 15· ἐλευθερία Λουκ. Τυραννοκ. 6· πρὸς ἀπεγνωσμένας ἐλπίδας Πολύβ. 30. 8, 3· ὑπὸ τῶν ἰατρῶν ἀπεγνωσμένος, «ἀποφασισμένος», Πλουτ. Περικλ. 13· καὶ ἐπίρρ. -νως, ἐν ἀπογνώσει, ὁ αὐτ. Νικ. 21. β) ἀποκηρύττω, ἀπορρίπτω, τι Ἱππ. 20. 14· τινὰ Δίων Κ. 73. 15. ΙΙΙ. ὡς δικανικὸς ὅρος, ἀρνοῦμαι νὰ δεχθῶ κατηγορίαν, ἀπορρίπτω, γραφήν, ἔνδειξιν Δημ. 605. 15., 1327. 8, ἐντεῦθεν, 2) ἀπ. τινὸς (ἐνν. δίκην ἢ γραφὴν) ἀπορρίπτω καταγγελίαν εἰσαγομένην ἐναντίον τινός, ὅ ἐ. ἀθῳώνω τὸν ἄνθρωπον, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ καταγιγνώσκειν τινός, Δημ. 1020. 14, πρβλ. Αἰσχίν. 29. 6, κτλ.· ἀπ. τί τινος Ἰσαῖος 54. 20· οὕτω μετ’ ἀπαρ. ἀπ. τινὸς μὴ ἀδικεῖν, κηρύττω αὐτὸν ἀθῷον ἀδικίας, Λυσ. 95. 4: - ἀλλ’ ὡσαύτως, 3) ἀπ. (ἐνν. τῆς δίκης ἢ τῆς γραφῆς), ἀπαλλάσσω τινὰ τῆς κατηγορίας, κηρύττω αὐτὸν ἀθῷον, Δημ. 539. 3· οὐκ ἀπέγνω τῆς δίκης, ἀκολουθούμενον ὑπὸ τοῦ καταγνῶναι, ὁ αὐτ. 913. 22, κἑξ.